



Ομιλία του Πρωτοπρ. π. Ιωάννη Καλογερόπουλου την Κυριακή 19/11/2023 με αφορμή το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας (Θ΄ Λουκά - Η παραβολή του άφρονος πλουσίου)
Κυριακή Θ΄ Λουκά – Παραβολή του άφρονος πλουσίου
Στην σημερινή ευχαριστιακή μας σύναξη αδελφοί μου, Κυριακή της πρώτης εβδομάδας της τεσσαρακοστής των Χριστουγέννων, το ευαγγελικό ανάγνωσμα που διαβάσαμε ήταν η γνωστή παραβολή του άφρονος πλουσίου. Αφορμή για να πει ο Χριστός μας αυτή την παραβολή, στάθηκε η διαφωνία δύο αδελφών γύρω από κληρονομικά θέματα, την οποία έφεραν ενώπιόν Του για διευθέτηση. Η μέριμνα για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων και την κάλυψη των αναγκών της καθημερινότητας, είχε και θα έχει πάντοτε πολύ σημαντική θέση στην παρούσα ζωή όλων μας, είτε είμαστε μέλη της εκκλησίας με πνευματικά ενδιαφέροντα, είτε αδιαφορούμε για τα πνευματικά και ζούμε ως απλά βιολογικά όντα!
Άφρονα, δηλαδή άμυαλο, ασύνετο ονομάζει ο Κύριος, τον πλούσιο της παραβολής. Γιατί άραγε; Σε τί συνίσταται η αφροσύνη του; Τι κάνει λάθος; Ποιο είναι το αμάρτημά του; Ο άνθρωπος αυτός αδελφοί μου, κατά πρώτον, δεν πιστεύει στο Θεό και συνεπώς, δεν νοιώθει ανάγκη από τη βοήθεια Του γιατί, έχει θεοποιήσει τα αγαθά του, τα πλούτη του και τα υπάρχοντα του. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του και στις δυνάμεις του. Αγνοώντας παντελώς τον Θεό, φροντίζει μόνο για τα αγαθά του. Η μεγάλη του φροντίδα είναι τι να κάνει ώστε ν’ αυξήσει τ’ αγαθά του, να τα συγκεντρώσει και να τ’ αποθηκεύσει για να τα διαφυλάξει μονάχα για τον εαυτό του! Όλη του η ζωή γύρω απ’ αυτό το σκοπό περιστρέφεται! Μένει αδιάφορος για κάθε τι το πνευματικό. Τα μάτια του δεν υψώνονται στον ουρανό! Τα χείλη του δεν λένε δυο λόγια προσευχής! Θεός του έγινε ο πλούτος και τ’ αγαθά του. Δεν είναι σε θέση να τα δει σαν δώρο του Θεού, ούτε μπορεί να σκεφτεί ότι ο Θεός δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που του έφεραν τα αγαθά αυτά. Δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός του έδωσε δωρεάν, τον ήλιο, τη βροχή, την εύφορη γη, με λίγα λόγια όλα όσα συντέλεσαν στην πλούσια καρποφορία και την αύξηση των αγαθών του. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν σκέφτεται, για αυτό και δεν εκδηλώνει το παραμικρό ίχνος ευχαριστίας ή ευγνωμοσύνης στον ευεργέτη του Θεό.
Κατά δεύτερον, ο πλούσιος της παραβολής, μέσα στην αφροσύνη του λησμόνησε τον συνάνθρωπό του. Και, η αφροσύνη του αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη. Για τον Θεό, ίσως να μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι δεν τον έβλεπε, δεν τον συνάντησε ποτέ ή, ακόμα ακόμα, ότι αγνοούσε παντελώς την ύπαρξή Του και, κατά συνέπεια, πώς θα μπορούσε να πιστεύει σ’ Αυτόν; Για τον συνάνθρωπό του όμως, για τον διπλανό του, ποια δικαιολογία θα μπορούσε να ‘βρει; Τον έβλεπε καθημερινά. Γνώριζε την ύπαρξή του. Τόσους φτωχούς και πεινασμένους έβλεπε να στέκονται έξω από τις αποθήκες του εκλιπαρώντας για ένα πιάτο φαΐ. Άκουγε τις χήρες, τα ορφανά, τους πονεμένους, τόσους και τόσους αληθινά δυστυχισμένους να τον ικετεύουν για λίγη βοήθεια μα τα αυτιά και τα μάτια του ήταν σφραγισμένα γιατί η καρδιά του είχε γίνει πέτρα. Μία και μόνη έγνοια τον απασχολούσε και του στερούσε μέχρι και τον ύπνο: «Τι να κάνω για να συγκεντρώσω τα γεννήματα μου;» Κι η λύση που έβρισκε να τον ικανοποιεί ήταν μία και μοναδική: «…καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας τούτων οικοδομήσω…». «Θα επεκτείνω τις αποθήκες, ώστε να μπορούν να χωρέσουν όλα τ’ αγαθά μου!» Η σκέψη να μοιράσει στους αναγκεμένους συνανθρώπους του όσα δεν χωράνε στις αποθήκες του, δεν περνάει καν (ούτε φευγαλέα) απ’ το μυαλό του…
Και τέλος, το τρίτο του παράπτωμα είναι ότι, μέσ’ την παραφροσύνη της πλεονεξίας του, λησμόνισε ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Ξέχασε ότι είναι άνθρωπος. Ξέχασε να ζήσει αληθινά. Νοιάστηκε μόνο να τρώει, να πίνει και να γλεντάει ικανοποιώντας το φθαρτό σαρκίο του και αγνόησε την αθάνατη ψυχή του και την πνευματική του υπόσταση. Λησμόνησε ότι τα υλικά αγαθά δεν μπορούν ούτε να την θρέψουν, ούτε να την ευχαριστήσουν κι αναφωνούσε μέσα στην απέραντη αφροσύνη του: «…Ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά… Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου..». Οι σαρκικές επιθυμίες τον συνεπαίρνουν και ξεχνάει ότι ο χρόνος τρέχει και το νήμα της ζωής ολοένα και λιγοστεύει. Παραβλέπει εντελώς την πραγματικότητα του θανάτου που ξαφνικά τον επισκέπτεται κι ακούει τη φωνή της δικαιοσύνης: «..Ταύτη τη νυκτί, την ψυχήν σου απαιτούσι από σου. Ά δε ητοίμασας τίνι έσται;»
Μέσ’ απ’ τη σημερινή παραβολή αδελφοί μου, ο Κύριός μας μέμφεται τον άφρονα πλούσιο γιατί, όπως όλα δείχνουν, ούτε οικογένεια έκανε, ούτε πραγματικούς φίλους είχε, ούτε συμμετείχε στα προβλήματα των συνανθρώπων του και της κοινωνίας στην οποία ανήκε. Στάθηκε ξένος και αδιάφορος προς όλους. Πίστεψε ότι κέντρο της ζωής και του κόσμου ήταν μόνον ο εαυτός του.
Είχε βέβαια και κάποια θετικά στοιχεία, για τα οποία είναι αξιέπαινος. Ουδείς άλλωστε είναι σε όλα καλός άνθρωπος ή σε όλα κακός. Το θέμα όμως είναι, προς τα που κλίνει η ζυγαριά… Ο άνθρωπος της σημερινής παραβολής ήταν αξιέπαινος για την εργατικότητά του. Είχε όντως την ικανότητα να διαχειρίζεται αποδοτικά την περιουσία που νόμιμα κατείχε και να την αυξάνει. Και, η κατάκριση του Κυρίου μας δεν αφορά στην δεξιότητά του αυτή. Ο Χριστός τον κατακρίνει για τον τρόπο με τον οποίο την αξιοποίησε. Τον κατακρίνει για τους λανθασμένους σκοπούς που έβαλε στη ζωή του, για την λάθος ζωή που έζησε και για το ότι τελείωσε τόσο ανώφελα την επίγεια ζωή του.
Χωρίς αμφιβολία, δύο πράγματα είναι κυρίαρχα στην παρούσα ζωή. Το ένα είναι η ζωή και το άλλο ο θάνατος. Και όποιος αγνοεί τον θάνατο δεν καταλαβαίνει το νόημα της ζωής. Δεν μπορούμε ν’ αδιαφορούμε για τη ζωή και τις ανάγκες της, ούτε όμως επιτρέπεται να αγνοούμε τον θάνατο, ο όποιος εμφανίζεται εντελώς ξαφνικά και κόβει το νήμα της ζωής μας.
Ο πρωταγωνιστής της σημερινής ευαγγελικής περικοπής αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν διότι καταδεικνύει με τον εμφατικότερο τρόπο ότι η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι όντως, καταστρεπτική για τον άνθρωπο. Γιατί εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το τι έχει κάνει κάποιος στη ζωή του για την προσωπική καταξίωσή του, αλλά το τι είδους άνθρωπος είναι. Ο πολύτιμος θησαυρός του ανθρώπου δεν είναι τα αγαθά του αλλά η ύπαρξή του. Ο υλιστής άνθρωπος ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για τα αγαθά του κι έτσι περιορίζει τη ζωή του σε ό,τι έχει να κάνει με αυτά και με την αύξηση τους. Η προσκόλληση αυτή μπορεί να φαντάζει πολλές φορές ελκυστική (ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή), αποξενώνει όμως την ύπαρξη του ανθρώπου από τον Θεό και τον καταστρέφει πνευματικά.
Αδελφοί μου,
Ο πλούτος είναι απλά ένα «εργαλείο» στα χέρια των ανθρώπων. Όπως το σίδερο γίνεται αλέτρι για να οργώνει το χωράφι, αλλά και μαχαίρι που σκοτώνει, έτσι κι ο πλούτος μπορεί να γίνει μέσο σωτηρίας ή όργανο απωλείας ανάλογα με τη χρήση του. Πέρ’ απ’ τα επίγεια αγαθά, υπάρχει ο πλούτος του ουρανού. Πέρ’ απ’ την απόλαυση των υλικών αγαθών υπάρχει η ζωή των εντολών του Χριστού. Πέρ’ απ’ τον εαυτό μας υπάρχουν οι άλλοι, τα παιδιά του Θεού, τ’ αδέλφια μας. Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, όλ’ αυτά τ’ αντιπαρήλθε. Εμείς άραγε τι κάνουμε; Μήπως τον ακολουθούμε; Μήπως χρειάζεται να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις; Το σημερινό ευαγγέλιο μας δίνει την αφορμή. Ας ξεκινήσουμε!...