



Χριστουγεννιάτικη εορταστική εκδήλωση της ενορίας μας
Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024
στο Αμφιθέατρο Δήμου Παπάγου- Χολαργού (τέρμα Περικλέους)
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ & VIDEO ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο... (video)
Ακολουθούν πληροφορίες που συγκέντρωσε η ενορίτισσά μας και μέλος του χορευτικού μας συγκροτήματος κα. Δήμητρα Γιαννέτσου, σχετικά με τον χορό που παρακολουθήσαμε στο πλαίσιο της εκδήλωσης:
Τα Ρογκάτσια ή Ρουγκάτσια
Στη Μακεδονία και σε άλλα μέρη της Ελλάδα αναβιώνει την περίοδο του Δωδεκαήμερου, δηλ. από την παραμονή των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνεια, το έθιμο Ρογκάτσια (Ρουγκάτσια) με διάφορες παραλλαγές.
Στη Θεσσαλία «ρογκάτσια» λέγονται οι μεταμφιεσμένοι, οι οποίοι φορούν μάσκα από δέρμα ζώου στο πρόσωπο και έχουν κρεμασμένα στο σώμα τους κουδούνια και το έθιμο σχετίζεται με την αρχέγονη λατρευτική παράδοση της αρχαιότητας, τα «Μικρά Διονύσια", γιορτές των αρχαίων Ελλήνων στα μέσα του χειμώνα.
Εδώ, αναφερόμαστε στο έθιμο όπως αυτό πραγματώνεται στον κάμπο της Ημαθίας, το Ρουμλούκι και για το οποίο η πρώτη επίσημη καταγραφή έγινε το 1909 από τον Αλ. Κωνσταντινίδη.
Τα Ρογκάτσια είναι ομάδα νέων αντρών, φουστανελοφόρων και σπαθοφόρων, οι οποίοι γυρνούν στα σπίτια της περιοχής με τη συνοδεία νταουλιού και ζουρνάδων, χορεύουν σε κάθε σπίτι, εύχονται «καλή σοδειά» και εισπράττουν με τη μορφή εράνου ποσότητες δημητριακών(σε κούτλες ή τενεκέδες).
Ετυμολογικά η ονομασία «ρουγκάτσια» προέρχεται από τη λατινική λέξη rogo = ζητώ, rogatio = αίτημα, απαίτηση, αντίτιμο, αντιπαροχή και σχετίζεται με την προέλευση του εθίμου.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η ιστορική απαρχή του εθίμου ανάγεται στην εποχή του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886-912) όταν οι στρατηγοί του θέματος Θεσσαλονίκης, που ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλειά του (θεματοφύλακες) δεν έπαιρναν μισθό από το κράτος, αλλά εισέπρατταν κάθε χρόνο ορισμένες απολαβές (“συνήθειαι”) από το θέμα, δηλαδή τους κατοίκους της περιοχής.
Η είσπραξη της στρατιωτικής αμοιβής (ρόγας) γινόταν από οπλισμένους στρατιώτες που εισέρχονταν με γυμνά σπαθιά στα χωριά του κάμπου, για να φορολογήσουν τους καλλιεργητές της Καμπανίας, απαιτώντας τον ετήσιο μισθό τους, ενώ δεν θα πρέπει να έλειπαν και περιπτώσεις όπου με τη χρήση των όπλων τα στρατιωτικά τμήματα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους χωρικούς σε ανοχή πραγματικών λεηλασιών.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αυτή η συνήθεια διατηρήθηκε με τους αρματολούς, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την αστυνόμευση και την προστασία της περιοχής, οι οποίοι κατέβαιναν μία φορά το χρόνο, την περίοδο των Χριστουγέννων για να εισπράξουν από τα χωριά του Ρουμλουκιού τον ετήσιο μισθό τους. Οι Ρουμλουκιώτες χαίρονταν να βλέπουν τα ρουγκάτσια να κατεβαίνουν και τους ενίσχυαν οικονομικά κατά το δυνατόν περισσότερο, διότι γνώριζαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο ενίσχυαν τον αγώνα των κλεφταρματολών και την ελπίδα για τη λευτεριά τους.
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν διαλύθηκαν τα ένοπλα τμήματα των μισθοφόρων αρματολών, ο λαός με την προτροπή της εκκλησίας συνέχισε εκείνη την παλιά συνήθεια με το έθιμο «ρουγκάτσια» σύμφωνα με το οποίο ομάδα 15 παλικαριών του χωριού, ντυμένα με φουστανέλες και οπλισμένα με σπαθιά, περιόδευαν σε χωριά του ρουμλουκίου και χόρευαν από σπίτι σε σπίτι, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα και δημητριακά για την εκκλησιαστική επιτροπή του χωριού τους, με τα οποία ανοικοδομούσαν εκκλησίες και σχολεία.
Θεωρούνταν εξαιρετική τιμή να επιλεγεί ένας νέος για να γίνει «ρουγκάτσι» για το χωριό του και αυτοί που θα γίνονταν «ρουγκατσιαροί» επιλέγονταν ανάμεσα στα πιο ψηλά, γεροδεμένα και όμορφα παλικάρια του χωριού, ενώ οι τρείς καλύτεροι ορίζονταν «καπεταναραίοι».
Αφού μάθαιναν τους χορούς, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων μαζεύονταν στην εκκλησία, προσκυνούσαν και ξεκινούσαν. Μπροστά τους προπορεύονταν η εκκλησιαστική επιτροπή, που έμπαινε πρώτη σε κάθε ξένο χωριό και ζητούσε την άδεια για να μπουν τα ρουγκάτσια. Αν τους δέχονταν, οι ζουρνάδες και τα νταούλια άρχιζαν να παίζουν και τα ρουγκάτσια μπαίναν στο χωριό χορεύοντας. Οι χοροί τους περιλάμβαναν το προσκυνητό, το βάδισμα, το τρέξιμο με φωνές και χουγιάγματα, το κύκλωμα των προσφερόμενων δημητριακών στο αλώνι και όλους τους ζωηρούς, νεανικούς, λεβέντικους χορούς της εποχής εκείνης. Στο αλώνι κάθε σπιτιού τους υποδέχονταν οι νοικοκυραίοι, που είχαν βάλει στη μέση του αλωνιού το «δόσιμο», ένα τενεκέ σιτάρι ή καλαμπόκι, καθένας ανάλογα με τη δύναμή του. Ο καπετάνιος σταύρωνε με το σπαθί του το δώρο και στη συνέχεια την πόρτα του σπιτιού ή και τα κρεμασμένα λουκάνικα. Το σιτάρι το φόρτωναν οι επίτροποι σε κάρα και έτσι συνέχιζαν για τα επόμενα σπίτια.
Όμως, εάν καθώς περιόδευαν στα χωριά του κάμπου, συναντιόταν με τα ρουγκάτσια άλλου χωριού, η κάθε παρέα απαιτούσε την υποταγή που δηλώνονταν με το πέρασμα κάτω από τα σπαθιά των παραταγμένων ρουγκατσιών της νικήτριας παρέας. Αυτό όμως σπάνια το δέχονταν ο καπετάνιος της κάθε παρέας, οπότε συνήθως τα ρουγκάτσια πολεμούσαν άγρια μεταξύ τους μέχρι θανάτου.
Υπάρχει μάλιστα μία τοποθεσία έξω από το χωριό Κυδωνιά, που την λένε «ρογκάτσικο», επειδή εκεί αλληλοσκοτώθηκαν δύο παρέες ρουγκάτσια. Από τότε η εκκλησία απαγόρευσε στα ρουγκάτσια να φέρουν κανονικά σπαθιά, αλλά οι ομάδες έπρεπε να χρησιμοποιούν ξύλινα ομοιώματα σπαθιών.
Οι χοροί που χορεύουν τα Ρογκάτσια είναι ένας κύκλος τεσσάρων συνεχόµενων χορών, που όλοι µαζί ονοµάζονται "Ρουγκατσιάρικος.
Χαρακτηριστικό είναι και το τραγούδι που (σε ρυθμό νιζάμικου) παρακινεί τους νέους να ετοιμαστούν για τα ρουγκάτσια
«Αϊντι Χρήστου, πάμι στα ρουγκάτσια, να ρουγκατσέψουμι. Ισύ μι τι μαχιέρα κι ιγώ μι τ’ φουστανέλα να ρουγκατσέψουμι, να φάμι κι να πιούμι κι να χουρέψουμι»
Το δρώμενο που παρακολουθήσαμε αναπαριστά το πολύ αγαπητό έθιμο στον κάμπο της Ημαθίας με τη συνοδεία ζουρνάδων και νταουλιού.