Άραγε, ξεύρομε τι είναι η προσευχή και ξεύρομε να προσευχώμαστε; Από μικρά παιδάκια που ήμαστε, μαθαίναμε να προσευχώμαστε, αλλά η προσευχή μας έχει την πορεία που πρέπει; Η προσευχή είναι μία πορεία της ψυχής προς τον Θεόν, με σκοπό να φθάση σ' Αυτόν και να ενωθή μαζί του. Εάν η πορεία δεν είναι σωστή, το αυτοκίνητο ή το πλοίο δεν φθάνει ποτέ στον προορισμό του. Εάν η πορεία της προσευχομένης ψυχής μας δεν είναι ορθή, καταλαβαίνετε ότι ποτέ δεν θα φθάση στον Θεό. Σαν να έχωμε μία βάρκα, ας πούμε, που ο βαρκάρης κτυπάει τα κουπιά, αλλά τελικώς δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά στριφογυρίζει γύρω στο ίδιο σημείο. Το ίδιο μπορεί να παθαίνωμε και εμείς και να μη το ξεύρωμε καν. Πρέπει να δούμε, η προσευχή μας είναι επιτυχημένη προσευχή;
Τι είναι η προσευχή; Είναι το όχημα της ψυχής, είπαμε• ας το πούμε έτσι, είναι ακόμη και η ατμόσφαιρα μέσα εις την οποίαν ζη η ψυχή. Πώς οι πνεύμονές μας αναπνέουν τον αέρα; Έτσι και η ψυχή μας αναπνέει με την προσευχή. Και γιατί ήλθαμε στο μοναστήρι; Διότι ακριβώς το μοναστήρι πάλι είναι η ατμόσφαιρα της προσευχής. Τα πάντα διά μίαν προσευχή. Εάν, λοιπόν, η προσευχή αυτή δεν γίνεται ή εάν στραβά γίνεται, τότε πώς είναι δυνατόν τελικώς να γίνωμε επιτυχημένοι άνθρωποι και μάλιστα πνευματικοί άνθρωποι; Ενώ η προσευχή η ορθή, νοιώθετε ότι τακτοποιεί τα πάντα, αναχαιτίζει κάθε δυσκολία, τα προβλήματά μας, τις αγωνίες μας, τις αμαρτίες μας, όλα τα διευθετίζει• ακόμη, μπορεί και να τερατουργή, να κάνη θαύματα εις την πορεία μας δηλαδή, και εις τον αγώνα μας και εις την ζωή μας.
Τώρα, θα μου επιτρέψετε, προτού προχωρήσω, να πω κάτι. Μου φαίνεται, πατέρες μου και αδελφοί μου, ότι πράγματι δεν προσευχόμαστε ή, εάν προσευχώμαστε, δεν προσευχόμαστε αρκετά• αλλά και αυτό το λίγο που προσευχόμαστε, είναι χωρίς τέχνη, χωρίς δύναμι, χωρίς πνοή, προ πάντων είναι χωρίς Πνεύμα. Διότι μόνον το Πνεύμα, όταν προσεύχεται μέσα μας, είναι δυνατόν η προσευχή μας να ανεβαίνη επάνω στον ουρανό. Διότι εν Πνεύματι είναι η προσευχή, και το Πνεύμα κατανοεί το πνεύμα και ενούται με αυτό και όχι με σάρκα. Δεν έχει την δύναμι και την παρουσία του Πνεύματος η προσευχή μας. Συνήθως μας μαγνητίζουν ή τραβούν την ψυχή μας άλλα πράγματα, τα οποία έχουν σήμερα για μας σημασία, και τελικώς ξεχνάμε ότι μοναχός σημαίνει προσευχόμενος άνθρωπος.
Πρώτα απ' όλα, ομιλώντας περί προσευχής, πρέπει να πούμε ότι η προσευχή δεν είναι ποτέ μόνη της. Δεν μπορώ να πω ότι προσεύχομαι, όπως έχομε εξηγήσει δια πολλών πολλάκις, δεν μπορώ να πω ότι προσεύχομαι, αν αυτή η προσευχή μου δεν είναι συνδυασμένη με κάτι άλλο. Είναι μερικά πράγματα, τα οποία πηγαίνουν πάντα μαζί. Δεν μπορείς να ξεχωρίσης το ένα από το άλλο• επί παραδείγματι, όταν ομιλή ο απόστολος Παύλος περί πίστεως(3), ομιλεί μόνον περί πίστεως και όχι και περί έργων. Αλλά γιατί; Διότι, όταν λέγη «πίστις», εννοεί μία πίστι που υπάρχει και αποδεικνύεται από τα έργα. Όταν ο Ιάκωβος ομιλή περί έργων(4), λέγει ότι καμία σημασία δεν έχει η πίστις χωρίς αυτά. Ομιλεί περί έργων συνεχώς. Γιατί; Διότι τα έργα είναι η απόδειξις της πίστεως. Τα δύο αυτά, λοιπόν, είναι εντελώς αλληλένδετα.
Η ίδια συζυγία υπάρχει και σε πολλά άλλα. Και εν προκειμένω η προσευχή είναι συνδεδεμένη με κάτι άλλο• με την λατρεία μας και μάλιστα με την θεία κοινωνία. Εάν δεν υπάρχη λατρεία και δεν ύπάρχη θεία κοινωνία, ούτε προσευχή είναι δυνατόν να υπάρξη. Πάσα προσευχή θα είναι ψευδής. Εάν υπάρχη λατρεία και δεν υπάρχη έντονος πνευματική προσευχή, εσωτερική, δυνατή, κράζουσα προσευχή, να είσθε βέβαιοι ότι η λατρεία μας και η θεία μας κοινωνία είναι μάταια και είναι απλώς πέταμα λάσπης στα μάτια του Θεού, για να κάνωμε πως τον αγαπάμε, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχομε καμία σχέσι μαζί του και κάποτε θα μας πη «ουκ οίδα υμάς»(5).
Αυτά πηγαίνουν μαζί. Αποτελούν τα δύο σκέλη της πνευματικής ζωής. Το ένα είναι η μυστηριακή ζωή, που είναι προϋπόθεσις της μυστικής ζωής• και αυτό που αναλύομε σήμερα είναι η ρίζα, ο κορμός, το κεντρικό σημείο της μυστικής ζωής, η οποία αφορμάται από την μυστηριακή ζωή. Η θεία κοινωνία, λοιπόν, μέσα στην λατρεία είναι το πρώτο. Γιατί είναι αυτό απαραίτητη προϋπόθεσις; Διότι, προσεύχομαι όταν λέμε, εννοούμε ότι «εύχομαι προς τινα», όπως λέγει και η λέξις «προσευχή».
Η προσευχή, λοιπόν, λέμε ότι είναι μία στροφή προς ένα πρόσωπο. Επομένως, για να υπάρχη προσευχή, πρέπει να υπάρχη το πρόσωπο αυτό. Και για να πω ότι προσεύχομαι εγώ, πρέπει να υπάρχη για μένα ενεργός η παρουσία του προσώπου αυτού. Εγώ να μπορώ να οικειοποιούμαι την παρουσία του και την ύπαρξί του. Ο Χριστός, ο ενυπάρχων, ο πανταχού παρών, γίνεται για μένα παρών μέσα εις την ζωή μου, δια της λατρευτικής μου συμμετοχής, δια της συμμετοχής μου μέσα εις την λατρεία και, ιδιαίτατα, δια της συμμετοχής μου εις την θεία κοινωνία.
Διά της συμμετοχής μου εις την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, εγώ συνδέομαι με τον Χριστόν και γίνομαι μέλος του σώματος του Χριστού• και εφ' όσον είμαι μέλος, δια να είμαι ζωντανό μέλος του Χριστού, θα πρέπη να συμμετέχω εις τας ιδιότητας του Χριστού, ώστε να γίνεται η περιχώρησις και η αντίδοσις των ιδιωμάτων, όπως εγίνετο και εις τας δύο φύσεις του Χριστού. Αυτό πραγματοποιείται δια της θείας κοινωνίας πλέον, που με καθιστά μέτοχον των ιδιωμάτων της κεφαλής μου μετά της οποίας ενώθηκα.
Επομένως, η λατρεία και η θεία κοινωνία είναι αδιάσπαστα ηνωμένα. Και τι κάνουν; Καθιστούν παρόντα τον Θεόν και τον Θεόν ζωντανόν για μένα. Οπότε τώρα τι απομένει; Εγώ να ομιλήσω εις Αυτόν, να απευθυνθώ προς Αυτόν, ο οποίος έρχεται προς εμένα. Και έτσι Εκείνος, δια της λατρείας, τείνει προς εμέ και εγώ, δια της προσευχής, τείνω προς Αυτόν, μέχρις ότου γίνη η ολοκληρωτική μας ένωσις. Αυτή η δική μου τώρα πλέον η στροφή, γίνεται δια της μυστικής οδού που είναι αδιάλειπτος, και γίνεται αρχικώς και ουσιαστικώς, όπως σας είπα, δια της προσευχής. Αυτό που γίνεται έν τινι χρόνω μέσα εις την εκκλησία, κατά τον εσπερινό, ή μέσα εις την λειτουργία με την θεία κοινωνία, αυτό συνεχίζεται με την προσευχή• και δεν μπορώ να πω ότι θα πάω στην εκκλησία, άμα δεν προσευχόμουν. Είναι περιττό να πάω στην εκκλησία και δεν χρειάζεται να πηγαίνω στην λειτουργία και άχρηστο να κοινωνάω, όταν δεν είμαι ο διαρκώς προσευχόμενος • και είναι περιττό να προσεύχωμαι, όταν δεν έχω συμμετοχή εις αυτά που λέγαμε τώρα μόλις.
(…) Επομένως, την προσευχή την βιούμε αρχικώς —όταν αρχίζωμε να προσευχώμεθα— ως μίαν πάλη, ως έναν αγώνα. Αλλά προσέξτε, όχι αγώνα με την έννοια ότι είναι δύσκολο να προσευχηθώ, όχι ότι κάνω αγώνα να μαζέψω τους λογισμούς μου ή να νικήσω τον ύπνο μου ή να νικήσω τον κόπο των γονάτων μου ή που μου έρχεται να ξυστώ και δεν ξεύρω τι να κάνω και κοπιάζω για να μη ξυστώ • όχι με τον αγώνα του ότι πεινάω και θέλω να πάω να φάω και λέγω• «Όχι, θα συνεχίσω να προσεύχωμαι». Δεν εννοώ τον αγώνα αυτόν• αυτό είναι η άσκησις, είναι κάτι το διαφορετικό• άλλο θέμα είναι αυτό. Ομιλώ για τον αγώνα που κάνομε, όχι με τον εαυτό μας -αυτά είναι με τον εαυτό μας-, αλλά τον αγώνα που κάνομε με τον Θεόν. Παλεύω με τον Θεόν. Ξεκάθαρα.
Το πρώτο, λοιπόν, βίωμα το οποίον έχω, είναι η αίσθησις του ανυπερβλήτου εμποδίου, που υπάρχει μπροστά μου, της μικρότητός μου, και επομένως η αίσθησις του υπερβατικού του Θεού και η βίωσις της δραματικής πάλης την οποίαν κάνω με τον Θεόν. Για σκεφθήτε, ένας άνθρωπος, ο οποίος γρονθοκοπάει τον αέρα, αυτός δεν έχει καμίαν αντίστασι και μπορεί πάρα πολύ εύκολα να κατευθύνη τα χέρια του όπου νομίζει• πυκτεύει αυτός εις αέρα. Δεν παθαίνει τίποτα. Δεν νοιώθει να αντιστέκεται κάτι στο χέρι του. Όταν όμως έχης έναν αντίπαλο, αμέσως σφίγγεσαι. Η γροθιά σου αμέσως δυναμώνει. Οι μυς σου, τους βλέπεις και τεντώνονται και αυτοί. Βρίσκεις μίαν αντίδρασι. Καταλαβαίνεις ότι χτυπάς ή ότι χτυπιέσαι. Νοιώθεις αμέσως ότι χτυπάς και ότι χτυπιέσαι. Όταν δεν έχω την αίσθησι του αγώνος αυτού με τον Θεόν, καταλαβαίνετε ότι ακόμη δεν έχω αρχίσει καν να προσεύχωμαι.
Έτσι, ευθύς αμέσως, έχω την αίσθησι του διαλόγου, και όχι ακόμη του διαλόγου, αλλά της κραυγής, διότι εφ' όσον παλεύω ακόμη και δεν έχω νικήσει, ο Θεός είναι μακράν. Εγώ είμαι εδώ και ο Θεός είναι επάνω στον ουρανό. Εγώ είμαι ο φθαρτός και Εκείνος είναι ο άφθαρτος. Εγώ είμαι γη και Εκείνος είναι αιθήρ. Εκείνος είναι ουράνιόν τι. Εκείνος είναι έτερον τι. Πώς, λοιπόν, θα μπορέσω να ενωθώ μαζί του ή να του μιλήσω; Δεν μπορώ να του φωνάξω, δεν μπορώ. Γι' αυτό κράζω. Όταν δεν σε βλέπω που είσαι, βγαίνω στο μπαλκόνι και φωνάζω• «Πάτερ Θεόκτιστεεε.» Και αν θα είναι κάπου εκείνος, θα μου απάντηση• και άμα θα τον ακούσω, τότε θα αρχίσω να διαλέγωμαι.
Εδώ είμαστε ακόμη εις τον χώρο τούτον, που δεν βλέπομε τον Θεό. Δεν ακούμε τον Θεόν. Δεν κατανοούμε τον Θεόν. Δεν γνωρίζομε τον Θεόν. Ζούμε μέσα εις μίαν τελεία άγνοια, εις μίαν τελεία, ουσιαστικώς, λήθη. Ούτε θυμάμαι τον Θεόν ούτε γνωρίζω τον Θεόν. Γι' αυτό και του κράζω συνεχώς, για να μπορέση να με λυπηθή, να μου απάντηση• και όταν θα μου απάντηση ο Θεός, τότε θα μπορέσω να αρχίσω να κάνω διάλογο. Ούτως άρχεται η προσευχή. Τώρα έχομε βιώματα, τα οποία, όπως είπαμε, ζούμε προκειμένου να προσευχηθούμε.
Ώστε, πρώτον: βιούμεν ως ένα αγώνα την προσευχή.
Σημειώσεις
1. Ιακ. 4,2.
2. Ιακ. 4,3
3. Ρωμ. 4,3.
4. Ιακ. 2, 14-26.
5. Ματθ. 25, 12• Λουκ. 13, 25.
Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης, Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως, ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2004.