
Στην Ελλάδα το 95% είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι λίγο πολύ αγαπούν την πίστη τους. Τώρα πώς αυτή η Ελλάδα με τους 95% Ορθοδόξους, που θεωρείται ο πιο πιστός λαός της Ευρώπης, καταφέρνει να έχει τρεις ,μάλλον τέσσερις, θλιβερές πρωτιές στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις πιο καταστροφικές συμπεριφορές, δηλ. στο να είμαστε πρώτοι στις εκτρώσεις, πρώτοι στα τροχαία, πρώτοι στο κάπνισμα και πρώτοι στη κατανάλωση αλκοόλ, ποιος θα μας το εξηγήσει; Τι είδους πίστη και τι είδους θρησκευτικότητα είναι αυτή; Με κανένα τρόπο τη θρησκευτικότητά μας δεν μπορούμε να την εξαντλήσουμε στα εξωτερικά φαινόμενα, δηλ. στο αν πηγαίνουμε εκκλησία, πόσο συχνά πηγαίνουμε ή πόσο κάνουμε νηστεία, αν κάνουμε τάματα, ακόμη και αν εξομολογούμαστε και κοινωνούμε, τίποτε από μόνο του δεν είναι η αλήθεια ολόκληρη. Αυτό δεν είναι καινούργιο και δεν το λέω εγώ. Υπάρχει στο ευαγγέλιο. Διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού που λέει: «... δεν θα μπει στην βασιλεία του Θεού κάθε ένας που μου λέει Κύριε Κύριε, αλλά εκείνος που κάνει το θέλημά του Πατέρα μου».
Το ζήτημα ετέθη από νωρίς και ουσιαστικά είναι η διάκριση μεταξύ αληθινής πίστεως και τυπολατρίας, μεταξύ υγιούς και νοσηρής θρησκευτικότητας. Αν κάποιος αισθάνεται ότι επειδή είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, έχει ταυτοχρόνως και υγιή θρησκευτικότητα, σωστή σχέση με τον Θεό, αυτό αποτελεί αυταπάτη. Γράφει μια ψυχίατρος στην Αμερική, η οποία έχει ασχοληθεί με την ψυχοθεραπεία ρωμαιοκαθολικών κληρικών, την εξής φράση: «πνευματική ωριμότητα είναι να συμπίπτει η ομολογιακή σου αλήθεια με την ψυχολογική σου αλήθεια», δηλ. η αλήθεια που δηλώνεις για τον Θεό ομολογιακά με τα χείλη, να συμπίπτει με αυτό που βιώνεις ψυχολογικά. Όπως μιλήσαμε για τις υγιείς και νοσηρές σχέσεις των μεταξύ ανθρώπων, έτσι μπορούμε να μιλήσουμε και για υγιείς και νοσηρές σχέσεις μας με τον Θεό. Ας θυμόμαστε ότι η σχέση με τον Θεόείναι και αυτή διαπροσωπική σχέση, και ως διαπροσωπική υπόκειται σε όλους τους ψυχολογικούς νόμους που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις. Φυσικά υπάρχουν διαφορές και αυτές είναι ότι το πρόσωπο του θεού είναι αόρατο, αισθητά δεν το συναντούμε με τα μάτια του σώματος. Δεύτερον ότι είναι ένα πρόσωπο το οποίο δεν αμαρτάνει, όπως οι άλλοι άνθρωποι σφάλουν και αμαρτάνουν απέναντί μας. Καλούμαστε να μπούμε σε μια διαπροσωπική σχέση με ένα πρόσωπο που έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, αλλά δεν παύει να είναι πρόσωπο. Επομένως οι βασικές αρχές του τι είναι υγιής σχέση με τους ανθρώπους και τι είναι νοσηρή, ισχύει και για τη σχέση με τον Θεό.
Αν, παραδείγματος χάριν, έχω μια κτητική σχέση με κάποιον άνθρωπο και ζηλεύω που θα μιλήσει κάποιος στο φίλο μου ή στη φίλη μου, το ίδιο μπορεί να ισχύσει στην σχέση μου με τον Θεό. Να αισθάνεται κάποιος ότι έχει μια τόσο κτητική σχέση με τον Θεό ώστε να νομίζει ότι αυτός κατέχει πλήρως την αλήθεια, τον Θεό δηλ. και κανείς άλλος δεν τον κατέχει όπως αυτός, ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να τον γνωρίσει όπως αυτός, δηλ. συμπεριφέρεται στον Θεό σαν να είναι κατεχόμενο έδαφος. Αυτό είναι ένα παράδειγμα νοσηρής σχέσης, η κτητικότητα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η σχέση εξάρτησης, όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις. Να προσκολληθεί ο δήθεν αδύναμος στο δήθεν δυνατό και η σχέση να είναι νοσηρή, να μην προάγει τη δημιουργικότητα, την αγάπη, την ελευθερία, τα στοιχεία του κατ’ εικόνα που δόθηκαν σε όλους μας από τον Θεό. Μα δεν υπάρχει σχέση εξάρτησης με τον Θεό; Δεν θα είναι η σχέση μας με τον Θεό σχέση εξάρτησης; Ισότιμοι είμαστε με τον Θεό; Αφού περιμένουμε από τον Θεό τα πάντα. Ψάλουμε στον 103ο ψαλμό: «άν αποστρέψεις το πρόσωπό σου από εμάς εξαφανιστήκαμε... συ μας τα δίνεις όλα». Αυτό είναι πράγματι αλήθεια, όμως και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε σχέση εξάρτησης. Με ποια έννοια; Ότι δηλ. ο άνθρωπος σε αυτή την περίπτωση αχρηστεύεται όταν κάνει σχέση εξάρτησης με τον Θεό, και ο Θεός δεν θέλει να αχρηστεύουμε την προσωπικότητά μας.
Όταν κάλεσαν τον Χριστό στο Λάζαρο και συνάντησε τις αδελφές του Μάρθα και Μαρία και τον πήγαν στο μνήμα του, ξέρουμε ότι ανέστησε εκεί ένα νεκρό, τον Λάζαρο που είχε πεθάνει τέσσερις μέρες πριν. Αλλά δεν έκανε μια κίνηση να φύγει η πέτρα από την πόρτα του μνημείου. Είπε «τραβήξτε την πέτρα», που αυτό σημαίνει ότι σε αυτά τα ζεστά μέρη να τραβήξουν ένα μεγάλο βράχο, σπρώχαν δύο τρεις άνθρωποι, κουράστηκαν, ιδρώσανε. Τι πρόβλημα είχε ο Χριστός να διατάξει να φύγει η πέτρα; Ανέθεσε όμως στους ανθρώπους να κάνουν αυτό που μπορούσαν. Δεν μπορούσαν να αναστήσουν τον νεκρό, αυτό ήταν δική Του δουλειά, την οποία και έκανε. Δηλ. με κανένα τρόπο ο Θεός δεν θέλει να αχρηστεύεται ο άνθρωπος και αυτό έχει δογματική κατοχύρωση στην πίστη μας.
Το θέμα της θείας και ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, το δόγμα της τέταρτης Οικουμενικής συνόδου, ήταν καθοριστικής σημασίας, γιατί διατύπωσε αυτό που ήταν εμπειρία της Εκκλησίας από την αρχή. Και μάλιστα ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής έδωσε μάχη αργότερα όταν επέμενε, ότι ο Χριστός έχει δύο θελήματα, το θεϊκό και το ανθρώπινο, και μαρτύρησε, τον βασάνισαν, του έκοψαν το χέρι. Γιατί; Γιατί πρέπει να δηλώνουμε και να ομολογούμε ότι ο Χριστός είχε και ανθρώπινο θέλημα και όχι μόνο θεϊκό, γιατί έτσι διατηρείται ακέραια η ανθρώπινη φύση, διαφορετικά ακρωτηριάζεται. Ο άνθρωπος έχει επιθυμίες και η πίστη μας δεν είναι σαν τον βουδισμό να καταργεί τις επιθυμίες του, επειδή πονούν όταν δεν πραγματοποιούνται. Μας εμπνέει λοιπόν το δόγμα της Χαλκηδόνας και πρέπει να είναι συνεχώς οδηγός μας ως βασικό κριτήριο, για να αντιλαμβανόμαστε πότε μια σχέση με τον Θεό είναι υγιής και πότε όχι. Είναι υγιής, όταν δεν αχρηστεύει τον άνθρωπο, αλλά και όταν δεν αχρηστεύει τον Θεό. Υπάρχουν σχέσεις ανθρώπων με τον Θεό, οι οποίες ενώ αυτοί μιλούν όλο για τον Θεό, στην πράξη αχρηστεύουν τον Θεό και είναι σαν να του λένε «κάνε στην άκρη να περάσω». Το δύσκολο είναι να υπάρχει η θεανθρώπινη συνεργασία. Πάντα τα άκρα είναι πιο εύκολα. Το δύσκολο είναι να υπάρχουν και τα δύο. Αν δρα μόνο ο Θεός ενώ ο άνθρωπος είναι στην άκρη, υπάρχει ένα είδος πεπρωμένου, οπότε μειώνεται πολύ το άγχος. Αν ο άνθρωπος μόνος δρα και δεν έχει να ασχοληθεί με τον Θεό, επίσης αποφεύγει το άγχος να μπει σε προσωπική σχέση μαζί Του. Το άγχος αυτό δημιουργείται από το γεγονός ότι πρέπει να λειτουργήσει η διαπροσωπική σχέση, με μια ισορροπία τέτοια που να σέβεται ο ένας τον άλλον. Και στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλήξει κάποιος στα άκρα των σχέσεων, δηλ, ή να ελέγχει και να κυβερνάει τον άλλον, ή να αφεθή να κυβερνάται από αυτόν. Το δύσκολο είναι η ισοτιμία. Έχετε παρατηρήσει ότι στα συλλογικά όργανα της ανθρώπινης κοινωνίας, συμβούλια, δικαστήρια, κ.τ.λ. έχουν μονό αριθμό μελών, για να μπορούν να βγάλουν μια απόφαση, αλλά για το ζευγάρι που είναι δύο, αυτό ακριβώς είναι το άθλημά τους ,να φτιάξουν μια πραγματικότητα η οποία δεν θα είναι συμβιβασμός, Δευτέρα – Τετάρτη – Παρασκευή γίνεται το δικό μου, Τρίτη - Πέμπτη- Σάββατο το δικό σου. Αλλά θα είναι μια καινούργια πραγματικότητα στην οποία θα είναι παρόντες και οι δύο, θα συμμετέχουν και οι δύο για να την φτιάξουν, και θα συνυπάρχουν μέσα σε αυτήν, δηλ. η κατεξοχήν δημιουργικότητα με άλλα λόγια.
του Πρωτοπρ. π. Ιωάννη Καλογερόπουλου