Ο καθένας από εμάς το λέει και το διακηρύσσει, ότι ο έρωτας είναι η πιο μεγάλη σχέση που μπορεί ο να δημιουργήσει ο άνθρωπος, αφού έχει τη δύναμη και την ικανότητα να μας αποσπά από τις σχέσεις που είχαν ως σύμμαχο τη φύση, και μιλώ για τις σημαντικές σχέσεις με τους γονείς μας. Επειδή αυτές είχαν σύμμαχο τον φυσικό δεσμό, και ταυτόχρονα και τον χρόνο που περάσαμε μαζί με τους γονείς μας, χρειάζεται μια καινούργια και μεγαλύτερη ελκτική δύναμη για να μας αποσπάσει από αυτές, και αυτή είναι ο έρωτας. Αυτή η οποία χαροποιεί τους ανθρώπους και τους βασανίζει παράλληλα, αυτή που τους εμπνέει αλλά και τους διαλύει, και αυτό λόγω της δύναμής της.
Ο έρωτας είναι η κατεξοχήν σχέση, επειδή σε αυτόν δοκιμάζονται όλες οι προηγούμενες σχέσεις, επειδή σε ένα βαθμό εξαρτάται από όλες τις προηγούμενες σχέσεις, και επειδή εκβάλουν σε αυτήν όλες οι προηγούμενες σχέσεις. Είτε το θέλουμε είτε όχι προσερχόμαστε στον έρωτα με εφόδιο όλες τις προηγούμενες σχέσεις μας.
Ο άνθρωπος εγκαθιστώντας μια καινούργια σχέση με τον έρωτα, και στη συνέχεια κάνοντας τον γάμο και την οικογένεια, δημιουργεί. Και δεν μιλώ για τα εξωτερικά μόνο, δηλ. ότι κάνει παιδιά, φτιάχνει σπίτι κ.τ.λ. εννοώ ότι δημιουργεί την ίδια τη σχέση. Γιατί η κατεξοχήν δημιουργικότητα του ανθρώπου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις με αποκορύφωμα τον έρωτα. Ενώ ο άνθρωπος πραγματοποιεί μια κίνηση με το να ερωτεύεται και να κάνει οικογένεια, το υλικό που έχει στη διάθεσή του για να το πραγματοποιήσει αυτό, είναι το υλικό της προσωπικής του ιστορίας, το ψυχολογικό υλικό, δηλ. τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα που αποθησαύρισε από τη μέχρι τώρα ζωή του. Γι’ αυτό η Εκκλησία είχε και έχει αγκαλιάσει τον γάμο. Γάμος υπήρχε πάντα σε όλες τις κοινωνίες, είναι θεσμός όλων των κοινωνιών που έρχεται να αποδεχθεί, παλιότερα, την επιλογή του συντρόφου με βάση κάποια κριτήρια, αλλά αργότερα με βάση τον έρωτα όταν οι κοινωνίες εξελίχτηκαν προς τα εκεί. Αυτό που κάνει η Εκκλησία είναι ακριβώς να πάρει αυτό το στοιχείο που βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη φύση και να του δώσει μια προοπτική πιο προχωρημένη. Είναι σαν να λέει με άλλα λόγια ότι, δεν είναι μόνο ψυχολογικό το θέμα.
Στις μέρες μας είναι τα συναισθήματα που μετρούν. Αυτό το βλέπουμε χαρακτηριστικά στα διαζύγια. Πενήντα ή τριάντα χρόνια πριν, μπορούσαν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι να αναστείλουν τα συναισθήματά τους ακόμα και να τα αγνοήσουν, σε ένα δύσκολο και δυσλειτουργικό γάμο, για το χατίρι των παιδιών ή λόγω της κοινωνίας. Σήμερα δεν υπάρχουν τόσες αναστολές. Φτάνουν στο διαζύγιο πολύ πιο εύκολα και αυτό γιατί μετράει ο συναισθηματικός κόσμος του προσώπου. «Δεν μπορώ να αντέξω άλλο να ζήσω σε αυτήν την κατάσταση, δεν θα θυσιαστώ κι άλλο», σκέφτονται. Όπως χαρακτηριστικά έχει γραφτεί, η εποχή μας θυσίασε τον γάμο για να διασώσει την αγάπη. Κυρίως σε ανθρώπους που δεν έχουν μεγάλη επαφή με τα συναισθήματά τους, βλέπουμε να εναλλάσσουν συνεχώς τον ένα σύντροφο μετά τον άλλον, να χωρίζουν πάρα πολλές φορές κ.τ.λ.
Ας πάμε όμως στα επί μέρους του έρωτα. Θα αναφερθώ σε κάποιες μορφές του έρωτα, τις οποίες περιέγραψε η ψυχανάλυση και περιέχουν στοιχεία υγείας, αλλά και στοιχεία νοσηρότητας.
Η μία είναι η ανακλητική επιλογή του συντρόφου, παίρνοντας την εικόνα ότι το παιδί ανακλίνεται στη αγκαλιά της μητέρας του και στηρίζεται σε αυτήν. Χρησιμοποίησαν την ορολογία για να περιγράψουν την επιλογή του συντρόφου που κάνουμε, όταν μοιάζει με κάποιον από τους γονείς μας και κυρίως στη μητέρα. Εννοείται ότι είναι ασυνείδητη αυτή η διαδικασία. Επίσης πιθανόν να συμβεί στη περίπτωση, που έχει λάβει κάποιος τόσα πολλά, όταν η σχέση με τους γονείς του είναι μια σχέση εξάρτησης από αυτούς, και εξακολουθούν οι γονείς του να είναι τα πιο σημαντικά πρόσωπα και βεβαίως τότε ζητάει ο σύντροφός να μοιάζει σε αυτούς. Στη πορεία ο/η σύζυγος που ενήργησε έτσι ανακαλύπτει ελλείμματα, γι΄ αυτό και παραπονιέται και κατηγορεί συνήθως συστηματικά το σύντροφό του για παραλείψεις λάθη και ατέλειες. Και οι κατηγορίες είναι κυρίως σε ότι δεν μοιάζει στους γονείς του.
Ένας δεύτερος τρόπος επιλογής συντρόφου, που περιέγραψε ο Φρόϋντ, ήταν η λεγόμενη ναρκισσιστική σχέση, όπου επιλέγει κάποιον που να είναι, όπως ο ίδιος ο άνθρωπος θα ήθελε να είναι. Ερωτεύομαι δηλαδή το ιδανικό που θα ήθελα για μένα. Παραλλαγή της αυτής περίπτωσης είναι να ερωτευτώ κάποιον ο οποίος έχει στοιχεία που έχω εγώ, στοιχεία που θαυμάζω στον εαυτό μου. Στην ιδανική περίπτωση οι δύο αυτοί άνθρωποι βοηθάνε ο ένας τον άλλον να γίνει καλύτερος. Πάντα να θυμόμαστε ότι το ξεκίνημα του έρωτα έχει αυταπάτες, που στη πορεία διαλύονται αυτές οι αυταπάτες και βλέπουμε τον άλλον στη πραγματική του κατάσταση. Συνεπώς σύντομα ή αργά, θα ανακαλύψει ο καθένας ότι ο άλλος δεν είναι αυτό που φαντάστηκε, και αυτό θα λειτουργήσει ψυχοτραυματικά γιατί εάν τον είχα επιλέξει να μοιάζει σε εμένα, τότε θα αισθανθώ ότι έχω πάρει έναν κατώτερο, που δεν μου αξίζει. Εάν τον είχα επιλέξει να μοιάζει με το ιδανικό που ήθελα για μένα, τότε ξεπέφτει το ιδανικό μου, και επομένως η απογοήτευση που παίρνω από τον άλλον αντανακλά στο ότι τραυματίζεται η δική μου εικόνα.
Ένας άλλος τύπος σε αυτήν την ταξινόμηση είναι ο λεγόμενος σαδομαζοχιστικός, δηλ δύο άνθρωποι ερωτεύονται και επιλέγουν να παντρευτούν, έχοντας αποφασίσει να κάνει ο καθένας την ζωή του άλλου δύσκολη. Είναι σαν το «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε». Διατηρείται μια σχέση για πάρα πολύ καιρό, ίσως και για όλη τη ζωή, αλλά βασανίζοντας ο ένας τον άλλον. Σαδιστικά και μαζοχιστικά. Γιατί τα βάζουμε και τα δύο μαζί; Απλούστατα γιατί όταν κάποιος ενεργεί σαδιστικά προς τον σύντροφό του, καταστρέφοντας την χαρά του και τη ζωή του, στην πραγματικότητα καταστρέφει την δική του χαρά και την δική του ζωή. Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηριστικά: «Να λυπάσαι εκείνον που επιτίθεται, γιατί είναι δυστυχισμένος αυτός που μισεί και επιτίθεται, και κάνει κακό κυρίως στο εαυτό του».
του Πρωτοπρ. π. Ιωάννη Καλογερόπουλου