«Ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν, και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου». (Ματθ. 24.37-41) «Ομοίως εγένετο εν ταις ημέραις Λωτ` ήσθιον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν` η δε ημέρα εξήλθε Λωτ από Σοδόμων, έβρεξε πυρ και θείον απ’ ουρανού και απώλεσεν άπαντας. Κατά τα αυτά έσται η ημέρα ο υιός του ανθρώπου αποκαλύπτεται».
(Λουκά 17.28-30)
Τι κακό έκαναν αυτοί οι άνθρωποι; Ήταν καλόκαρδοι, κεφάτοι και ξέγνοιαστοι. Δεν έκαναν κανένα κακό. Τότε γιατί έγινε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε; Δεν είναι άραγε επειδή δεν έ κ α ν α ν το καλό (αφού ζωή δεν σημαίνει μόνο να μην κάνεις το κακό, δηλαδή, να μη «σκορπίζεις», αλλά να κάνεις το καλό, δηλαδή, να «συνάζεις» μαζί με τον Χριστό και Θεό μας (Ματθ. 12.30); Δεν είναι άραγε επειδή έγιναν «σαρκικοί», δηλαδή, έχασαν κάθε πνευματική ποιότητα, έγιναν καλά, ήμερα και αχόρταγα κτήνη;
Πόση σχέση έχουν οι καταστάσεις αυτές με μας; Έχουμε την τάση να εγκαταλείπουμε εύκολα κάθε πνευματικό αγώνα, κάθε δημιουργική, αλλά δαπανηρή προσπάθεια, κάθε ανιδιοτελή μάχη για χάρη της ξενοιασιάς και της αδράνειας, λέγοντας: «Δεν βλάπτω κανένα. Όταν πάλι αμαρτάνω κρυφά τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τους άλλους; Είμαι ευγενής, ευχάριστος, κάνω καλή παρέα. Ποιον ενοχλώ επειδή απολαμβάνω τις χαρές μου, να καπνίζω, να πίνω λίγο περισσότερο, να χαρτοπαίζω και...»; Αλίμονο όμως, κάποιος ενοχλείται. Και αυτό γιατί δεν είμαστε ανεξάρτητα ανταλλακτικά σε κάποιο μηχανικό σύνολο, αλλά ζωντανά μέλη ο ένας του άλλου έτσι ώστε με μας και εξ αιτίας μας όλο το ανθρώπινο γένος να στερείται το Πνεύμα του Θεού, και τις αγιαστικές Του δυνατότητες.
Κάτι άλλο που μας καταδικάζει είναι αυτό που παρουσιάζεται είναι αυτό που παρουσιάζεται στην Π α ρ α β ο λ ή τ ο υ κ α κ ο ύ δ ο ύ λ ο υ (Ματθ. 24.45-51).
«... Εάν δε είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριός μου ελθείν, και άρξηται τύπτειν τους συνδούλους αυτού, εσθίη δε και πίνη μετά των μεθυόντων, ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου εν ημέρα η ου προσδοκά και εν ώρα η ου γινώσκει...»
Τούτος ο άνθρωπος δεν είναι ούτε καν καλόκαρδος ή ευγενής. Θέλει την απόλαυση. Βλέπει ότι ο Κύριος αργεί να ‘ρθεί. (Αργεί αλήθεια; Ο Πέτρος έχει δίκιο όταν λέει: «ου βραδύνει Κύριος της επαγγελίας... αλλά μακροθυμεί εις ημάς» Β΄ Πέτρου 3-9). Εκμεταλλεύεται λοιπόν την απουσία του αφέντη του, τη δύναμη και την ευκαιρία που του προσφέρεται για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του σε βάρος των άλλων υπηρετών. Προσέξτε. Δεν είναι διαφορετικός από μας ή από τους καλόκαρδους εκείνους ανθρώπους, τους σύγχρονους του Νώε και του Λωτ. Μόνο που είναι πιο αχόρταγος. Οι περιστάσεις τού προσφέρουν τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, την κακότητά του και τη λαχτάρα του για κυριαρχία. Απολαμβάνει επίσης για λίγο την ατιμωρησία κι αυτό τον διασκεδάζει. Ξέρει ότι κάνει το κακό, απολαμβάνει το πονηρό και πιθανόν να γελάει πίσω από την πλάτη του αφέντη που λείπει. Πόσο εύκολο είναι για τον άνθρωπο να ξεγλιστρήσει από την ευγένεια στη θηριώδη αγριότητα. Πόσο γρήγορα η γάτα μπορεί να γίνει αυτό που πάντοτε ήταν από τη φύση της: ένα αρπαχτικό θηρίο. Πρόσεξε λοιπόν. Μήπως κι ο ίδιος ο Κύριος δεν μας προειδοποιεί; «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται... δια τούτο και υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 24.42-44).
Ακόμα μια προειδοποίηση μας έρχεται μέσα από την Παραβολή των δέκα Παρθένων (Ματθ. 25.1-3):
«Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. Πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι και αι πέντε μωραί. Αίτινες μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας εαυτών ουκ έλαβον μεθ’ εαυτών έλαιον` αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών. Χρονίζοντος δε του νυμφίου ενύσταξαν πάσαι και εκάθευδον. Μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν` ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού. Τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών. Αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον` δότε ημίν εκ του ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. Απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι λέγουσαι` μήποτε ουκ αρκέσει ημίν και υμίν` πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας και αγοράσαστε εαυταίς. Απερχομένων δε αυτών αγοράσαι ήλθεν ο νυμφίος και αι έτοιμοι εισήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. Ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι` κύριε, κύριε, άνοιξον ημίν. Ο δε αποκριθείς είπεν` αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός τους ανθρώπου έρχεται».
Να σας πω την αλήθεια; Δεν μ’ αρέσουν οι πέντε φρόνιμες Παρθένες. Θα προτιμούσα να είχαν δώσει όλο το λάδι τους στις πέντε μωρές παρθένες, ακόμα και να είχαν διωχτεί για χάρη τους κάνοντας έτσι μια τρελή πράξη γενναιοδωρίας` (Ο Παύλος λέει: «αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου» Ρωμ. 9.1-3). Αλλά δεν ήταν αυτό το σημείο που ήθελε ο Χριστός να επισημάνει. Ο σκοπός του ήταν το «γρηγορείτε». Πόσοι από μας κοιμόμαστε σε όλη μας τη ζωή; Το λέμε αυτό ονειροπόληση ή φαντασία. Αλλά στην πραγματικότητα είναι ύπνος βαρύς. Η αλήθεια γίνεται όνειρο ενώ τα όνειρα αποκτούν πειστικότητα. Οι μέρες μας γίνονται νύχτες και η ζωή μας υπνοβασία. Επί πλέον μήπως δεν είναι αρκετό να κλείσει κανείς τα μάτια του για να γίνει νύχτα και επομένως να κοιμηθεί; Μήπως δεν είμαστε όλοι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αμάθειας; Σ’ αυτή μας την κατάσταση αλήθεια δεν απευθύνεται ο Θεός με τα λόγια του Ησαΐα (51.17): «Εξεγείρου, ανάστηθι...»; Είναι τα φώτα μας ακόμα αναμμένα; Είμαστε σαν τις φρόνιμες παρθένες; Εκείνοι από μας που βρίσκουν τις φρόνιμες παρθένες εγωίστριες, είναι άραγε λιγότερο εγωιστές απ’ αυτές; Μπορούμε να ξυπνήσουμε από τα όνειρά μας ευδιάθετοι και καλοπροαίρετοι, έτοιμοι να θυσιάσουμε τη λίγη πραγματικότητα που μας απόμεινε (μια τελευταία λάμψη στα λυχνάρια μας που τρεμοσβήνουν) για χάρη των άλλων; Μπορούμε να το κάνουμε όταν κι αυτοί έχουν ξυπνήσει από μια ονειροπόλησή τους δεν του έχει απομείνει ούτε ίχνος; Ύπνος, όνειρα, απατηλές ελπίδες, μόνο αυτά υπάρχουν μέσα μας; Δεν θα ‘ρθεί άραγε η μέρα της Κρίσης και για μας, σαν τον κλέφτη, για να μας τα πάρει όλα, όλα, τα πάντα; Δεν θα είναι η ώρα αυτή σκότος και τρόμος και θρήνος για μας; Αν ναι, πού θα βρούμε τόπο για ελπίδα; Εντελώς παράδοξα και απροσδόκητα, θα βρούμε αυτό που ζητάμε στην π α ρ α β ο λ ή τ ω ν π ρ ο β ά τ ω ν κ α ι τ ω ν ε ρ ι φ ί ω ν (Ματθ. 25.31-46).
επισκόπου Anthony Bloom, Πορεία και Συνάντηση, Εκδ. Ακρίτας