Σταχυολόγημα απαντήσεων του Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου σε ερωτήσεις που του υποβλήθησαν
Το Πάθος και η Ανάσταση του Χριστού μιλούν για ένα θρίαμβο της εξουσίας του Θεού της αγάπης πάνω στην αδικία, στο θάνατο, στο ψέμα και ιδιαίτερα με συγκινεί αυτό αυτή την εποχή. Ξέρουμε, ότι στην εποχή μας, δίνεται συχνά η εντύπωση ότι η ανθρώπινη ιστορία υπόκειται μόνο σε διάφορες ανεξέλεγκτες εξουσίες πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές, ιδεολογικές οι οποίες ενεργώντας με τρόπο αυθαίρετο όπως το είδαμε αυτό τον καιρό, δημιουργούν ποικιλόμορφη σύγχυση με τραγικές συνέπειες. Σε αυτή λοιπόν τη διάχυτη απογοήτευση για την άσκηση της εξουσίας από τους ισχυρούς, το πάθος και η Ανάσταση του Χριστού φέρνει μια πνοή ελπίδας.
Υπενθυμίζει ότι πέρα από όσα τραγικά συμβαίνουν σήμερα, η πορεία του κόσμου δεν εξαρτάται τελικώς από την συσσωρευμένη δύναμη και γνώση και την αλαζονική χρήση της από τους ισχυρούς της γης. Η ουσιαστική εξουσία βρίσκεται στα χέρια του Θεανθρώπου που σεβάστηκε απόλυτα την ελευθερία του ανθρώπου θα έλεγα μέχρι σκανδαλισμού των θρησκευτικά αυστηρών. Για μένα λοιπόν, η εξουσία Του συνοψίζει τη δύναμη της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της αγάπης και της ζωής και πιστεύω ότι εξακολουθεί να δρα λυτρωτικά στην ιστορία της ανθρωπότητας, όσο και αν πολλοί θεωρητικά ή έμπρακτα την αμφισβητούν και αυτή τελικά θα κρίνει τον κόσμο. Θέλω όμως, να δώσω μια επεξήγηση ότι η εξουσία του Χριστού πάνω στα ανθρώπινα είναι εντελώς διαφορετική από τις κοσμικές εξουσίες. Υπήρξε μια κρίσιμη στιγμή στο πάθος εμπρός στον Πιλάτο και εκεί ο Ιησούς είχε τονίσει ότι «η βασιλεία η εμί ουκ έστι εκ του κόσμου τούτου». Επικύρωσε μια καθαρή διάκριση ανάμεσα στο πνευματικό και το εγκόσμιο, το πολιτικό, μια τάξη που θα διαρκέσει έως την παρουσία του και την επάνοδό του, σε αντίθεση με διάφορες θεοκρατικές παραδόσεις που συνδέουν τη θρησκευτική με την κρατική εξουσία, ξέρετε στον ισλαμικό κόσμο αυτό είναι πολύ έντονο. Η ορθόδοξη παράδοση οφείλει να μείνει συνεπής σε αυτόν το πνευματικό ρόλο, γιατί η ανάμειξη του ονόματος του Χριστού δεν έχει θέση σε σχέδια πολιτικής σκοπιμότητας και καταδυναστεύσεως ατόμων και λαών όπως το είδαμε τους τελευταίους μήνες. Γιατί ο Χριστός πρόβαλε μια διαφορετική αντίληψη περί εξουσίας μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία ως βάση και ιδεώδες, έθεσε τη διακονία προς τον συνάνθρωπο ενώ οι άρχοντες του κόσμου τούτου συνήθως κυριαρχούν αδιαφορώντας για την αξιοπρέπεια του απλού ανθρώπου και καταπιέζοντας τους αδυνάτους.
Ο Χριστός έζησε ως ο διακονών και αυτή την αλήθεια αυτές τις ημέρες, στη δική μας την εκκλησία με την παράδοση που έχουμε, την ακούμε αδιάκοπα, το χαρακτηριστικό στοιχείο του Χριστού που διακονεί. Αυτό το υπόδειγμα παρέδωσε στους δικούς του και στέλνοντας τους μαθητάς του στον κόσμο, τους μεταβίβασε το κύρος Του και τους εμπιστεύτηκε την πνευματική εξουσία Του, επιμένοντας ότι η άσκησή της στην πραγματικότητα θα είναι διακονία και ανιδιοτελής προσφορά. Εμένα πάντα με συγκινεί ότι η εξουσία του Αναστάντως Χριστού, ξέρετε υπάρχει μια φράση πολύ καθοριστική στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου που λέει μετά την Ανάσταση «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης». Αυτή λοιπόν η εξουσία συνδέεται με το εκούσιο πάθος στο οποίο αναφερθήκατε στην αρχή.
Ο Κύριος παραμένει ο συμπάσχων στον πόνο κάθε ανθρώπου είναι ο Θεός του ελέους, που σκύβει στοργικά πάνω στον πονεμένο και τραυματισμένο από την αμαρτία άνθρωπο, η εξουσία Του δεν καταδυναστεύει αλλά υπηρετεί, δεν εκδικείται αλλά συγχωρεί, δεν καταπιέζει αλλά λυτρώνει. Δεν επιβάλλεται με θόρυβο, αλλά δρα στη σιωπή, κυρίως ενεργεί σαν μια εξουσία λυτρωτική, ως δωρεά συγνώμης και αγάπης και σε εκείνους που λένε ότι δεν τον πολυξέρουν και δεν τον πολυπλησιάζουν. Έτσι λοιπόν ο Αναστάς Κύριος σέβεται την ελευθερία και την ιερότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου ακόμα και αυτού που τον αμφισβητεί, δεν προκαλεί φόβο αλλά ελευθερώνει την ανθρώπινη ύπαρξη από τον φόβο.
Από το φόβο του θανάτου, πολύ περισσότερο βεβαίως δέος και φόβο που ακούσαμε αυτές τις ημέρες. Όσοι Τον ακολουθούν, αυτού του είδους την εξουσία θεωρούν ως τη μόνη σημαντική και αυτή πρέπει να ασκούν.
H ορθόδοξη παράδοση και το κοσμικό πνεύμα
Η δική μας η παράδοση μιλάει ότι πράγματι υπάρχουν τέτοια σύνορα μεταξύ καλού και κακού, μόνο που αυτά τα σύνορα είναι στην καρδιά του κάθε ανθρώπου και μετακινούνται και αυτό είναι το λυτρωτικό μήνυμα του Χριστού: «Μετανοήστε και ξαναβρείτε ό,τι πολυτιμότερο σας έχω δώσει μέσα σας και ελευθερωθείτε από αυτές τις διαθέσεις, να θέλετε να κατακεραυνώσετε τους άλλους και να επιβάλλεται με το δικό σας τρόπο, όπως εσείς νομίζετε, με τη βία, το καλό ή το κακό». Οπωσδήποτε, είναι μια άλλη αντίληψη και γι αυτό πιστεύω ότι η ορθόδοξη παράδοση έχει κάτι πολύ σημαντικό να πει στη σύγχρονη αναζήτηση σε όλο τον κόσμο. Αρκεί μόνο να τη ζήσουμε σωστά και να μην παρασυρθούμε και εμείς σε ψευδαισθήσεις περί εξουσίας οι οποίες δεν είναι αυτές που μας έχει παραδώσει ο Χριστός.
Και να σεβαστούμε την παράδοση και να μη στέρξουμε σε πειρασμό εκοσμίκευσης που το συναντούμε στο παρελθόν στην παπική εκκλησία και το συναντούμε τώρα σε αυτό το νέο μεσσιανισμό.
Εκείνο το φοβερό κείμενο του Ντοστογιέφσκι για το μέγα ιεροεξεταστή μιλάει ακριβώς γι αυτόν το πόθο μιας εξουσίας κοσμικής που θέλει να διορθώσει τα λάθη της πνευματικής εξουσίας. Δεν είναι μόνο στην παπική εκκλησία και στον προτεσταντισμό, πολλές φορές συναντάται και σε πολλά άλλα περιβάλλοντα, ακόμα και σε δικά μας και πρέπει να είμαστε άγρυπνοι. Πρέπει να είμαστε σε μια αδιάκοπη ανανέωση και μετάνοια για να βρίσκουμε το τι είναι το ουσιαστικό μες τη δική μας την παράδοση και τι είναι εκείνο, το οποίο δεν την εκφράζει.
Η Εκκλησία στην οικονομική κρίση
Η παρέμβασή της γίνεται με την επισήμανση του πυρήνα του προβλήματος και τον τονισμό των χριστιανικών απόψεων για την αντιμετώπισή του. Με τον πιο επίσημο τρόπο η Ορθόδοξη Εκκλησία διακήρυξε με μια φωνή, στο Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (Κων/πολις, Οκτώβριος 2008), ότι «το χάσμα μεταξύ πλουσίων και πτωχών διευρύνεται δραματικώς εξ αιτίας της οικονομικής κρίσεως, η οποία είναι αποτέλεσμα μανιακής, συχνά, κερδοσκοπίας εκ μέρους οικονομικών παραγόντων και στρεβλής οικονομικής δραστηριότητος, η οποία, στερουμένη ανθρωπολογικής διαστάσεως και ευαισθησίας, δεν εξυπηρετεί τελικώς τας πραγματικάς ανάγκας της ανθρωπότητος. Βιώσιμος οικονομία είναι εκείνη η οποία συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την δικαιοσύνην και την κοινωνικήν αλληλεγγύην». Η Εκκλησία αδιάκοπα υποδεικνύει την ενδεδειγμένη κατεύθυνση: λιτότητα και εγκράτεια στην προσωπική ζωή, ειλικρινή αυτοκριτική, σεβασμό στην αξιοπρέπεια του κάθε ανθρωπίνου προσώπου, όπου και σε όποιες συνθήκες και αν γεννήθηκε. Και ακόμα, η Εκκλησία έχει χρέος να αγωνίζεται για δικαιότερους κοινωνικούς θεσμούς, διορατικές ρυθμίσεις, περισσότερη αλληλεγγύη, γνησιότερη αγάπη. Βεβαίως, αν παραμείνει σε θεωρητικές διακηρύξεις, δεν πείθει. Η πιο σημαντική βοήθεια και διαρκής παρέμβαση είναι η διακήρυξη αυτών των αληθειών με τη συνεπή συμπεριφορά, με το έργο των μελών της, ιδιαίτερα όσων έχουν υπεύθυνη θέση.
Απέναντι στους μετανάστες
Η θέση της Εκκλησίας, ως συνόλου και κάθε χριστιανού προσωπικά, είναι ο σεβασμός παντός ανθρωπίνου προσώπου, ανεξαρτήτως καταγωγής η γλώσσας, ιδιαιτέρως όταν βρίσκεται σε δοκιμασία και ανάγκη. Η φράση του Χριστού «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» (Ματθ. 25:35), με την οποία ο ίδιος ο Κύριος ταυτίζεται με τον ξένο, καθορίζει το εκκλησιαστικό μας χρέος. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν αναμφισβήτητα οι μετανάστες και η Εκκλησία αυτό το πνεύμα καλλιεργεί και ενισχύει, στηλιτεύοντας τον ρατσισμό και συμβάλλοντας στην ομαλή ένταξή τους στην τοπική κοινωνία. Υπάρχουν, βεβαίως, και περιπτώσεις όπου ορισμένοι μετανάστες δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. Αλλά από καμιά κοινωνική ομάδα δεν λείπουν τα αρνητικά παραδείγματα. Ας μη παραθεωρείται όμως το γεγονός ότι οι μετανάστες συνέβαλαν και στην ανάπτυξη της οικονομίας σε ανάγκες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν από εντοπίους. Τη μεταναστευτική βέβαια πολιτική κάθε χώρας την καθορίζει η αρμόδια πολιτεία. Ειδικότερα για την Αλβανία, πιστεύω ότι θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μείωση του μεταναστευτικού κύματος και στην επιστροφή πολλών Αλβανών η ταχύτερη και γενικότερη ανάπτυξη της χώρας. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα χρειαστεί συστηματικότερη επενδυτική δραστηριότητα, σταθερή και στενή συνεργασία Ελλάδος και Αλβανίας. Η κοινωνική, οικονομική και πνευματική άνοδος της μιας θα είναι ευεργετική και για την άλλη.