Η Εκκλησία δεν αποτελείται από επί μέρους άτομα που ζουν τη δική τους «θρησκευτική» ζωή, ανεξάρτητα από την κοινωνία των αδελφών. Ο λαός του Θεού συγκροτεί το σώμα μαζί με τον Χριστό που είναι η κεφαλή. Για να είναι λοιπόν μια θρησκευτική συνάθροιση Εκκλησία πρέπει να έχει αυτό το ουσιαστικό γνώρισμα της ενότητας «μετά του Κυρίου και μετά των αδελφών».
Ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας συνάθροισης δεν εξαρτάται από τον αριθμό εκείνων που είναι συναθροισμένοι. Εξαρτάται κυρίως από την παρουσία του Χριστού. Η παρουσία αυτή εξασφαλίζεται ακόμη και αν στη συνάθροιση παίρνουν μέρος δύο ή τρείς. Όμως πρέπει να είναι συναθροισμένοι στο όνομα του Χριστού (Ματθ. ιη' 20).
Αλλά πότε μια συνάθροιση γίνεται στο όνομα του Χριστού; Όταν πραγματοποιείται στο Πνεύμα του Χριστού και αποτελεί συνέχεια του έργου του Χριστού, γιατί Αυτός είναι η συναγωγή «εις εν» των «διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού» (Ιω. ια' 52). Αυτός που δεν συνάγει «μετά του Χριστού», σκορπίζει (Ματθ. ιβ' 30. Λουκ. ια' 23).
Μια θρησκευτική συνάθροιση μπορεί να ονομασθεί Εκκλησία του Χριστού μόνο αν έχει σαν αποτέλεσμα την ενότητα και όχι τη διάσπαση του λαού του Θεού. Ο απόστολος Παύλος σπεύδει να γράψει στους Κορινθίους γεμάτος φροντίδες για τη σωτηρία τους: «Πρώτον ακούω ότι όταν συγκεντρώνεσθε ως Εκκλησία («συνερχομένων υμών ως Εκκλησία»), υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις» (Α' Κορ. ια' 18).
Είναι χαρακτηριστικό πως ο απόστολος Παύλος δεν καταδικάζει μόνο εκείνους που είχαν εκλέξει για θρησκευτικό αρχηγό τον ίδιο τον Παύλο ή τον Απολλώ ή τον Κηφά, αλλά και εκείνους που υποστήριζαν πως είναι οπαδοί του Χριστού, χωρίς να έχουν αγάπη και ενότητα με τους αδελφούς (Α' Κορ. α' 12). Η θέση του αποστόλου προς αυτούς είναι σαφής: «Μεμέρισται ο Χριστός;» (Α' Κορ. α' 13). Δεν μπορεί κανείς να είναι του Χριστού αν δεν είναι ταυτόχρονα και με τους αδελφούς του Χριστού. Το μεγαλύτερο έγκλημα μέσα στην Εκκλησία είναι η διαίρεση, το σχίσμα. Όταν μιλούμε για μία χριστιανική Εκκλησία, λόγου χάρη για την Εκκλησία της Κορίνθου, δεν εννοούμε ανθρώπινη οργάνωση. Η χριστιανική κοινότητα συγκροτείται με τη μυστική συμμετοχή του ανθρώπου στο αναστημένο και θεωμένο σώμα του Χριστού, που είναι η κεφαλή ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας. Πρόκειται για κοινότητα που καθιέρωσε ο Ίδιος ο Θεός και συγκροτείται μυστηριακά με το άγιο βάπτισμα και τη θεία ευχαριστία (Α' Κορ. ιβ' 12-14, ι' 16. Εφεσ. δ' 4-6).
Η σύναξη λοιπόν της Εκκλησίας δεν είναι απλώς σύναξη ανθρώπων χριστιανών, αλλά η σύναξη στην οποία εκφράζεται η πραγματικότητα του ενός σώματος του Χριστού και πραγματώνεται η ενότητα του σώματος με την Κεφαλή. Ακόμη και αν η σύναξη αυτή περιλαμβάνει μόνο δύο ή τρεις, είναι σύναξη της Καθολικής Εκκλησίας, αφού εκεί βρίσκεται ο Χριστός, η Κεφαλή του όλου σώματος.
Η πρώτη χριστιανική Εκκλησία
Την πρώτη χριστιανική Εκκλησία τη συνέστησε ο ίδιος ο Χριστός με την εκλογή των «δώδεκα», τους οποίους ονόμασε αποστόλους (Λουκ. στ' 13). Σε αυτούς έδωσε «δύναμη και εξουσία» και τους απέστειλε να κηρύξουν τη βασιλεία του Θεού σε όλα τα έθνη και να κάνουν τους ανθρώπους «μαθητές» («μαθητεύσατε.»), βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Λουκ. θ' 1-2, κη' 19. Μάρκ. στ' 7). Έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του Ησαΐα για την αποστολή των «σεσωσμένων» εις «πάντα τα έθνη», με σκοπό την επισυναγωγή των στην «αγίαν πόλιν» (Ης. ξστ' 18-20, πρβλ. και Μάρκ. ιστ' 15).
ΟΙ απόστολοι εκλήθησαν να είναι «μάρτυρες» του γεγονότος της σωτηρίας που συντελέσθηκε με τον σταυρό και την ανάσταση του Χριστού. Όμως η έναρξη του έργου των θα άρχιζε μετά την πεντηκοστή, γιατί πριν από την πεντηκοστή οι μαθητές δεν είχαν ενδυθεί την «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ' 48-49). Το κήρυγμά τους δεν επρόκειτο να στηρίζεται στην πειθώ της ανθρώπινης σοφίας, «άλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. θ' 4), γι' αυτό έπρεπε να περιμένουν: «Θα λάβετε δύναμιν, όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα επάνω σας και θα είσθε μάρτυρές μου εις την Ιερουσαλήμ και εις όλόκληρον την Ιουδαίαν και Σαμάρειαν και μέχρι των εσχάτων της γης»(Πράξ.α'8).
Το έργο που ανέθεσε ο Χριστός στους αποστόλους άρχισε την ίδια την ημέρα της πεντηκοστής, με αποτέλεσμα να «προστεθούν» στην Εκκλησία «περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές» (Πράξ. θ' 41) και να σχηματισθεί η πρώτη κοινότητα στην Ιερουσαλήμ.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της πρώτης Εκκλησίας ήταν η ενότητα γύρω από τους αποστόλους: «Παρέμεναν δε προσηλωμένοι με πιστότητα στη διδασκαλία των αποστόλων και στην κοινωνία και στην κλάσι του άρτου και στις προσευχές» (Πράξ. β' 42) αυτή η κοινωνία των πρώτων χριστιανών έφθασε και μέχρι την κοινοκτημοσύνη (Πράξ. θ' 43-47).
Κοινότητα ορατή
Η πρώτη Εκκλησία ήταν και ορατή πραγματικότητα, όχι μόνο αόρατη, επειδή η Κεφαλή, ο Χριστός, ήταν αόρατος. Ήταν συγκεκριμένη κοινότητα και κοινωνία, που περιελάμβανε και την άσκηση των αγίων αρετών του Χριστού (Α' Κορ. ια' 1). Στο κέντρο του ενδιαφέροντος της ήταν η σύναξη της Κυριακής με κέντρο την «κλάσιν του άρτου» (Πράξ. κ' 7). Όποιος άνηκε σ' αυτή τη συγκεκριμένη κοινότητα και ελάμβανε μέρος στη χριστιανική σύναξη, ονομαζόταν και ήταν χριστιανός, όποιος δεν άνηκε σ' αυτή την σύναξη, δεν ήταν χριστιανός.
Το ότι η πρώτη Εκκλησία ήταν ορατή πραγματικότητα αποδεικνύεται και από την όλη δομή της. Εκτός από τους αποστόλους, υπήρχαν σ' αυτήν και άλλα πρόσωπα, στα οποία είχαν ανατεθεί συγκεκριμένες λειτουργίες. Υπήρχαν πρεσβύτεροι και διάκονοι ή, όπως αναφέρεται σε άλλα σημεία της αγίας Γραφής, επίσκοποι και διάκονοι (Φιλιπ. α' 1. Α' Τιμ. ε' 17. Πράξ. κ' 28 κ.ο.κ.). Είχε δηλαδή συγκεκριμένη Ιεραρχία, που όμως δεν τοποθετήθηκε από ανθρώπους, αλλά από το Πνεύμα το Άγιο (Πράξ. κ'28).
Όταν εδημιουργούνταν κάποια σοβαρά προθήματα που αναφέρονταν στην πίστη, συνερχόταν σύνοδος των αποστόλων που ελάμβανε συγκεκριμένες αποφάσεις, που γίνονταν σεβαστές από όλες τις χριστιανικές κοινότητες, σαν αποφάσεις της Εκκλησίας, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Η αποστολική σύνοδος ήταν το στόμα της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Πράξ. ιε' 22-29. Α' Τιμ.γ' 15).
Η Εκκλησία για την οποία κάνει λόγο η αγία Γραφή, η πρωτοχριστιανική Εκκλησία, ήταν τόσο ορατή και συγκεκριμένη, ώστε στα μέλη της συμπεριλαμβάνονταν και ασθενικά, ακόμη και «νεκρά» μέλη, τα οποία εκαλούνταν σε μετάνοια, για να μην αποβληθούν (Ματθ. ιγ' 30, 47. Ιούδα 12, 23. Α'Κορ. ε' 1, 11).