Η προς Ρωμαίους Επιστολή είναι ένα από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γραμμένη από τον απόστολο Παύλο. Χρόνος συγγραφής θεωρείται το 56 μ.Χ.
Η επιστολή απευθύνεται στην εκκλησία της Ρώμης. Οι μελετητές της Αγίας Γραφής συμφωνούν πως ο σημαντικότερος σκοπός για τον οποίο ο Παύλος την έγραψε, ήταν για να εξηγήσει ότι η σωτηρία προσφέρεται μέσω του ευαγγελίου και της χάριτος του Ιησού Χριστού. Είναι μακράν η μεγαλύτερη από τις επιστολές του Παύλου, και θεωρείται η πιο σημαντική θεολογική του κληρονομιά.
Προς Ρωμαίους επιστολή Παύλου (1,14-32)
Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί· οὕτω τὸ κατ᾿ ἐμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν Ῥώμῃ εὐγγελίσασθαι. Οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι.
Δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται. Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων, διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε.
Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους, διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.
Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.
Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξία, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας· οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.
Προς Ρωμαίους επιστολή Παύλου (1,14-32) [απόδοση στην νεοελληνική]
Αισθάνομαι ότι είμαι υποχρεωμένος να κηρύξω το Ευαγγέλιο και στους Έλληνες και στους βαρβάρους, και στους σοφούς και στους αγράμματους. Για το λόγο αυτό και δεδομένου ότι από εμένα εξαρτάται, είμαι πρόθυμος να κηρύξω το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και σ’ εσάς, που βρίσκεστε στην Ρώμη. Διότι δεν ντρέπομαι ποτέ το Ευαγγέλιο του Χριστού, καθ’ ότι είναι δύναμις του Θεού η οποία χαρίζει σωτηρία στον καθένα που πιστεύει ειλικρινώς σε αυτό, κατά πρώτον σε κάθε Ιουδαίο, έπειτα δε σε κάθε Έλληνα και ειδωλολάτρη. Διότι, δια του Ευαγγελίου φανερώνεται και προσφέρεται η σωτηρία και η δικαίωση εκ μέρους του Θεού, προς τον άνθρωπο εκείνον ο οποίος αρχίζει από την πίστη και προχωρεί δια της πίστεως, σύμφωνα άλλωστε και μ’ εκείνο που έχει γραφεί από τον προφήτη Αβακούμ: “Ο δίκαιος θα κερδίσει την αιώνια ζωή δια της πίστεώς του”.
Ευδόκησε δε ο Θεός να δώσει την δικαίωση μέσω της πίστεως, αφού τα έργα του κόσμου είναι τέτοια που εξαιτίας τους φανερώνεται και ξεσπάει η οργή του Θεού από τον ουρανό εναντίον κάθε ασεβείας και κάθε αδικίας των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν και κατέχουν την αλήθεια, ζουν μέσα εις την αδικία. Διότι η γνώση περί του Θεού και του θελήματός του (όση ημπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου) είναι φανερή και γνωστή εις αυτούς· ο ίδιος ο Θεός τους την έχει φανερώσει.
Από τότε που κτίσθηκε ο κόσμος, οι αόρατες τελειότητες του Θεού γίνονται καθαρά αισθητές με τη νοημοσύνη δια μέσου των δημιουργημάτων, τόσον η αιώνια παντοδυναμία Του, όσο και κάθε θεία τελειότητά Του, έτσι που να μένουν οι άνθρωποι αυτοί αναπολόγητοι για τον αμαρτωλό βίο τους. Και αυτό διότι, ενώ γνώρισαν δια μέσου της δημιουργίας τον πάνσοφο και πανάγαθο Θεό, δεν τον δόξασαν ως αληθινό Θεό για τα μεγαλεία του και δεν τον ευχαρίστησαν για τις αναρίθμητες ευεργεσίες του, αλλά πλανήθηκαν με τους ανόητους και ψευδείς λογισμούς τους γύρω απ’ τα μάταια και την αμαρτωλή ζωή και σκοτίσθηκε η ασύνετη σκέψη τους.
Έτσι, ενώ διακηρύττουν ότι είναι σοφοί, αποδείχθηκαν απερίσκεπτοι και ανόητοι αφού αντικατέστησαν την άπειρη και μεγαλειώδη δόξα του άφθαρτου Θεού με υλικά αγάλματα, με είδωλα, που εικονίζουν φθαρτούς ανθρώπους και πτηνά και τετράποδα και ερπετά. Για την ασέβεια δε και την αποστασία τους αυτή, απέσυρε ο Θεός τη χάρη Του και έτσι παραδόθηκαν και υποδουλώθηκαν στις αμαρτωλές επιθυμίες των καρδιών τους, σε ηθική ακαθαρσία, ώστε να εξευτελίζονται τα σώματά τους από αυτούς τους ιδίους. Αυτοί αντάλλαξαν και αντικατέστησαν την αλήθεια του Θεού με το ψεύδος της ειδωλολατρίας, σεβάστηκαν δε και λάτρεψαν την άψυχη και άλογη και πεπερασμένη κτίση, αντί του Δημιουργού ο οποίος την έκτισε, και για το λόγο αυτό πρέπει να ευλογείται και να δοξάζεται εις τους αιώνες. Αμήν.
Ακριβώς δε διότι λάτρεψαν ψευδείς και φαύλους θεούς, επέτρεψε ο Θεός να παραδοθούν και να υποδουλωθούν σε εξευτελιστικά πάθη. Οι γυναίκες τους (χωρίς να ντραπούν και να σεβαστούν ούτε τον εαυτό τους) άλλαξαν την φυσική χρήση του φύλου τους στην παρά φύσιν και εκτράπηκαν σε ακατανόμαστες πράξεις. Κατά παρόμοιο δε τρόπο, και οι άρρενες, άφησαν την φυσική σχέση και συνάφεια με την γυναίκα και φλογίσθηκαν στις εμπαθείς ορέξεις μεταξύ τους, ώστε άνδρες σε άνδρες να ενεργούν αναίσχυντες και εξευτελιστικές πράξεις και να λαμβάνουν τον μισθό που τους άξιζε για την πλάνη τους, από τον ίδιον τον εαυτό τους.
Και, καθώς δεν έκριναν καλό και δεν θέλησαν να κατέχουν την αληθινή και σοφή γνώση περί του Θεού, παρεχώρησε ο Θεός να παραδοθούν και να υποδουλωθούν σε νου ανίκανο να διακρίνει το σωστό, με αποτέλεσμα να διαπράττουν αυτά τα απρεπή και επαίσχυντα.
Με τον τρόπο αυτό γέμισαν και διαποτίσθηκαν, τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα, από κάθε αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία και γέμισαν τη ζωή τους με φθόνο, φόνο, διάθεση για φιλονικίες, δολιότητα και κάθε κακοήθεια.
Έγιναν κρυφοί κατήγοροι σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους εις βάρος των άλλων, θρασείς συκοφάντες των απόντων, γεμάτοι μίσος εναντίον του Θεού, υβριστές, φαντασμένοι και κομπαστές, επιδειξιομανείς, επινοητές κακών εις βάρος των άλλων, ασεβείς και ανυπάκουοι απέναντι στους γονείς· άνθρωποι χωρίς σύνεση, που χωρίς ντροπή καταπατούν τον λόγο τους και τις συμφωνίες που έχουν κάμει, άστοργοι απέναντι στους οικείους τους, αδιάλλακτοι και μνησίκακοι, σκληροί και ανάλγητοι απέναντι στην ξένη δυστυχία.
Αυτοί, μολονότι γνώρισαν καλά το θέλημα και την δικαιοσύνη του Θεού, ότι δηλαδή όσοι διαπράττουν τέτοια πονηρά έργα είναι άξιοι απωλείας, όχι μόνον πράττουν αυτά αλλά, από ψυχική πόρωση και κακότητα, επιδοκιμάζουν με όλη τους την καρδιά και όποιους τα πράττουν.
Επίκαιρη ομιλία
Παρακολουθήστε επίσης την σχετική ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερωνύμου, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Τρικάλων (5/2/2024):
https://youtu.be/aqqPTSDCURI?si=mDpxRUVm8KdJgwxz