ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΩ ΤΗ ΧΑΡΑ;
του Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (+) [Ὁμιλία του στίς 25/4/1983]
Μία γλυκύτατη ἱστορία
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς ἔφερε στήν μνήμη μιά γλυκύτατη ἱστορία. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μιά μέρα πέρασε ἔξω ἀπό ἕνα τελωνεῖο. Ἐκεῖ εἶδε ἕνα τελώνη, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Ματθαῖος. Καί τόν κάλεσε νά γίνει Ἀπόστολός Του, νά πάει κοντά Του. Ὄχι ἁπλῶς νά πάει κοντά Του γιά λίγο, ἀλλά νά πάει «μιά γιά πάντα» κοντά Του. Καί ὄχι μόνο νά σταθεῖ κοντά Του, γιά νά αἰσθανθεῖ τήν χαρά καί τήν εἰρήνη πού δίνει ὁ Χριστός, ἀλλά καί γιά νά ἀνοίξει τό στόμα του καί νά κηρύσσει τήν ἐμπειρία του σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό παράξενο εἶναι ὅτι τήν ἴδια στιγμή πού ὁ Ματθαῖος προσκλήθηκε ἀπό τόν Χριστό, ἔκανε καί ὁ ἴδιος μιά πρόσκληση στόν Χριστό νά πάει στό σπίτι του. Ὁ Χριστός δέχθηκε τήν πρόσκληση. Ἔγινε μιά πράξη ἀμοιβαιότητος: Ὁ Χριστός κάλεσε τόν Ματθαῖο καί ὁ Ματθαῖος δέχθηκε τήν πρόσκληση, καί ὁ Ματθαῖος κάνει ἄλλη πρόσκληση καί ὁ Χριστός δέχεται τήν πρόσκληση καί πηγαίνει στό σπίτι τοῦ Ματθαίου.
Ἐκεῖ βρέθηκε σέ ἕνα ἀσυνήθιστο περιβάλλον, πού δέν τό ἤξερε οὔτε ἀπό τήν Μητέρα Του, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, οὔτε ἀπό τούς ἄλλους μαθητές Του, οὔτε ἀπό τό συνηθισμένο περιβάλλον τῶν ἀνθρώπων πού Τόν περικύκλωναν καί εὑρίσκοντο συνήθως κοντά Του. Δέν βρέθηκε σέ ἕνα περιβάλλον εὐσεβῶν καί καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά σέ ἕνα περιβάλλον τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν. Καί ὁ Χριστός, αἰσθάνεται ἀνάμεσά τους χαρά. Παίρνει ἀπό τήν παρουσία τους χαρά καί τούς δίνει χαρά.
Καί ἐκεῖνοι παίρνουν χαρά καί δίδουν στόν Χριστό χαρά.
Ἄφησε τά πάντα. Βρῆκε τόν Χριστό
Ἡ κλήση τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, εἶναι μιά σελίδα τοῦ Εὐαγγελίου πού κάτω ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς διηγήσεως, κρύβει ὅλο το μεγαλεῖο τῆς χάριτος καί τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κρύβει τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, διά τοῦ ἀγαπητοῦ Του Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν» νά κατέλθει ἐκ τῶν οὐρανῶν καί νά γίνει ἄνθρωπος, γιά μᾶς.
Ὁ ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ματθαῖος κατάλαβε, τί κρυβόταν μέσα στόν Χριστό καί γι’ αὐτό, ὅταν ἄκουσε τήν φωνή Του, ἄφησε τό γραφεῖο του, ἄφησε τήν θέση του πού ἦταν ἐπιφανής καί ὑψηλή, ἄφησε ὅλα του τά ἀγαθά, καί ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ὅταν ἀκοῦμε ἐμεῖς τά λόγια «ἄφησε τά ἀγαθά του», φανταζόμαστε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτώχυνε. Ἀλλά ὁ Ματθαῖος δέν φτώχυνε. Τήν στιγμή πού πῆγε στόν Χριστό κοντά, πλούτισε! Πλούτισε «πλοῦτον ἀναφαίρετον». Θησαυρούς πού οὔτε ὁ σκόρος, οὔτε ἡ σκουριά, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε κανένας δέν μπορεῖ νά τούς καταστρέψει καί νά τούς ἀφαιρέσει.
Ὁ πρῶτος μεγάλος πλοῦτος ἦταν ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη πού δοκίμασε στήν ψυχή του· χαρά καί εἰρήνη γιά πάντα!
Ἕνας ἄλλος, μεγαλύτερος πλοῦτος ἦταν ἡ χάρη καί ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τόν ἔκανε, ἐπάνω στήν γῆ, τέκνο τοῦ ἐπουρανίου Πατρός καί τόν ὁδήγησε, ἐν δόξῃ, στήν μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος».
Πόσο ἡ ἱστορία τῆς κλήσεως τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ματθαίου, εἶναι διδακτική γιά τήν σημερινή ἐποχή! Πού οἱ ἄνθρωποι φαντάζονται ὅτι θά βροῦν χαρά καί εἰρήνη καί εὐτυχία μακριά ἀπό τόν Χριστό καί ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία.
Καί τό ἀποτέλεσμα;
Ἕνα πελαγοδρόμημα, μιά ταλαιπωρία, μιά ἀναζήτηση, ἕνα ψάξιμο μέσα στό σκοτάδι, πού τό μόνο πού μένει εἶναι ἡ λαχτάρα καί ἡ ἀγωνία, μήπως καί βροῦν λίγη χαρά. Ἀλλά κάθε μέρα κλείνει μέ τήν ἀπογοήτευση ὅτι δέν βρέθηκε καί δέν ἀποκτήθηκε, οὔτε χαρά, οὔτε εἰρήνη, οὔτε εὐτυχία.
Ἔτσι, καταντάει ὁ ἄνθρωπος, νά ψάχνει νά βρεῖ πηγή εἰρήνης, χαρᾶς, ἀνθρωπιᾶς, εὐτυχίας, σέ πηγές καί σέ πηγάδια, πού ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἔχουν νερό. Δηλαδή σέ βιβλία, σάν τά βιβλία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς· φιλοσοφίες.
Θά βροῦμε, λένε, τήν χαρά καί τήν εὐτυχία στήν φιλοσοφία τοῦ Σάρτρ, τοῦ Καμύ ἤ κάποιου ἄλλου. Καί ἄν κάποιος καινούργιος ἔγραψε κάτι, διαβάστε το μήπως καί βρεῖτε κάτι καλλίτερο. Καί ἀσχολεῖται, ὁ ταλαίπωρος ὁ κόσμος, μέ καινούργιους τρόπους ζωῆς, βιοθεωρίες ὅπως τίς λένε καί μέ καινούργιες φιλοσοφίες ἀνθρώπων.
Τό δίδαγμα τοῦ Τολστόι
Ἕνας ἀπό τούς συγγραφεῖς πού ἔγραψαν πραγματικά ὡραῖα πράγματα, γιά τήν ἐπίγεια ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ὁ περίφημος Ρῶσος συγγραφεύς Λέων Τολστόι. Ὅταν διαβάζει κανείς τά βιβλία του, τά βρίσκει γεμάτα ἀπό πόθο γιά καλοσύνη, γιά ἀνθρωπιά, γιά λαχτάρα γιά τήν εἰρήνη, γιά τήν ἀγάπη, γιά τήν φιλανθρωπία, γιά τήν συμπόνια, γιά τήν δικαιοσύνη, γιά ὅλες τίς ἀρετές. Καί τά ἔχει τόσο δυνατά γραμμένα πού μερικές φορές κυριολεκτικά συναρπάζουν.
Τότε πού ζοῦσε ἀκόμη ὁ Λέων Τολστόι, ἕνας ἄνθρωπος, πού κατοικοῦσε σέ μιά πολύ μακρινή χώρα ἀπό τήν Ρωσία, ζωγράφος ἦταν, ἐπειδή ἡ ζωή του ἦταν μιά ταλαιπωρία καί δυστυχία, σκέφτηκε:
«Ἐδῶ πέντε σελίδες διαβάζω ἀπό τά βιβλία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί βλέπω τήν ἀληθινή ζωή. Θά πάω νά τόν γνωρίσω. Νά ἀκούσω λόγια ἀπό τό στόμα του. Φαντάσου τί πλοῦτο θά ἀποκτήσω!»
Πούλησε, λοιπόν, τά ὑπάρχοντά του καί ξεκίνησε γιά τήν Ρωσία.
Πῆγε, καί βρῆκε τόν Τολστόι στήν Γιάσναγια Πολιάνα, πού ἔμενε. Πλησίασε δειλά-δειλά στό ἀρχοντικό του, τρέμοντας καί χτύπησε τήν πόρτα. Ἄνοιξε κάποιος ὑπηρέτης, τόν ἔμπασε μέσα καί περίμενε μέ φόβο νά τόν πάρουν καί νά τόν ὁδηγήσουν σέ κάποιο ἥσυχο δωμάτιο πού θά καθόταν, ἔτσι φανταζόταν, γεμάτος γαλήνη ὁ περίφημος συγγραφέας. Ἀλλά ξαφνικά βλέπει τόν Τολστόι νά κατεβαίνει τρέχοντας τήν σκάλα, κρατώντας τό κεφάλι του νευριασμένος καί μέ μιά ἔκφραση γεμάτη ταραχή καί ἀγωνία.
Τόν χαιρέτησε ὁ ζωγράφος καί τοῦ εἶπε:
—Ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω
—Καλῶς ὅρισες. Τί θέλεις ἀπό μένα;
Τοῦ λέει:
—Ζητάω χαρά καί παρηγορία. Διαβάζω τά βιβλία σου καί βλέπω αὐτές τίς ὑπέροχες ἰδέες, ἔκφραση τοῦ ἐσωτερικοῦ σου κόσμου. Καί ἦρθα νά σέ γνωρίσω, γιά νά πάρω φῶς στήν ψυχή μου ἀπό τό φῶς τῆς ψυχῆς σου, γιά νά πάρω παρηγορία.
Καί ὁ Τολστόι πού ἐκείνη τήν στιγμή βρισκόταν σέ μιά φοβερή ἐσωτερική ταραχή, ἀπό τίς οἰκογενειακές του περιπέτειες, γιατί δέν εἶχε ποτέ στό σπίτι του γαλήνη καί εἰρήνη, τοῦ ἀπάντησε:
—Ἄκουσε νά σοῦ πῶ, ἀγαπητέ μου. Ἐμεῖς μποροῦμε νά γράφουμε ὄμορφα βιβλία μέ ὡραῖες ἰδέες. Καί ἅμα θέλεις, μπορῶ νά σοῦ κάνω καί κανένα αὐτόγραφο, μιά ἀφιέρωση. Ἀλλά αὐτό πού γυρεύεις, χαρά, εἰρήνη καί παρηγορία, ἄσε με πρῶτα νά τό βρῶ ἐγώ, καί μετά νά σοῦ τό δώσω. Δέν ἔχω, παιδάκι μου τέτοια πράγματα. Δέν ξέρω τί σημαίνει ἡ λέξη «εἰρήνη» καί δέν ἔχω αἰσθανθεῖ ἐγώ ὁ ἴδιος, παρηγοριά.
Ἀναφέραμε τόν Τολστόι, γιατί εἶναι ὁ συγγραφέας πού μίλησε πιό πολύ ἀπό ὅλους στόν κόσμο, γιά αὐτές τίς ὡραῖες ἀρετές, πού συγκινοῦν ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ψυχές, ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, μικρούς καί μεγάλους, ὑψηλούς καί ταπεινούς, πλούσιους καί φτωχούς, νέους καί γέρους. Πολλοί πίστεψαν ὅτι ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων του, θά γεμίσει ὁ κόσμος ἀπό τίς ἀρετές πού περιγράφει. Ἀλλά οὔτε ὁ ἴδιος δέν εἶχε νά πάρει τίποτε ἀπό τά βιβλία του.
Πῆρε καί ἔδωσε τό φῶς
Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος. Καί αὐτοί εἶναι οἱ ἄνθρωποι.
Λυχνάρια σβηστά, πηγάδια χωρίς νερό, βρύσες πού ὅσο καί νά τίς γυρίζεις δέν θά στάξουν οὔτε μιά σταγόνα. Τό φῶς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός. Καί φῶς μποροῦν νά γίνουν μόνο ἄνθρωποι πού πᾶνε κοντά στόν Χριστό καί παίρνουν φῶς ἀπό τό φῶς Του.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ματθαῖος δέν πῆρε μόνο φῶς, ἀλλά ἔγινε καί φωτοδότης, Εὐαγγελιστής καί διδάσκαλος τῆς ἀληθείας. Ἐπέστρεψε στήν ἀλήθεια πολύ κόσμο. Βρῆκαν κοντά του, χαρά, εἰρήνη, παρηγορία καί εὐτυχία χιλιάδες ἄνθρωποι. Καί ἐξακολουθοῦν καί βρίσκουν χαρά καί εὐτυχία δισεκατομμύρια ἀνθρώπων μέχρι σήμερα, διαβάζοντας τό ὡραιότατο Εὐαγγέλιό του
Νά, τό μήνυμα, πού μᾶς δίδει ἡ σημερινή ἑορτή, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Χαρά, εἰρήνη, παρηγορία, καί εὐτυχία, βρίσκονται μόνο κοντά στόν Χριστό.
Εἴμαστε χριστιανοί. Καί συγκεντρωθήκαμε, στήν ἁγία αὐτή ἐκκλησία, γιά νά πάρομε περισσότερο φῶς, ἀπό τήν ἀστείρευτη πηγή τοῦ Χριστοῦ, γιά νά φωτίσει καί νά ἀναπλάσσει τή ζωή μας.
Ἀναφέρει ἡ ἱστορία, ὅτι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶδε στό στράτευμα του ἕνα στρατιώτη φοβερά δειλό. Ἔτρεμε τόν ἴσκιο του.
Τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε:
—Βρέ παιδάκι μου, τί συμπεριφορά εἶναι αὐτή;
Ἐκεῖνος ἄρχισε νά τρέμει περισσότερο, πού εἶδε μπροστά του τόν ἔνδοξο στρατηλάτη.
Τοῦ λέει ὁ Ἀλέξανδρος:
—Πῶς σέ λένε;
—Ἀλέξανδρο, ἀπαντάει ἐκεῖνος.
Καί ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε:
—Κοίταξε παιδί μου, ἤ συμπεριφορά νά ἀλλάξεις ἤ ὄνομα.
Καί ἐμεῖς πρέπει νά πᾶμε κοντά στόν Χριστό, γιά νά πάρομε τό φῶς Του.
Γιατί ἄν εἶναι νά μένουμε ἁπλά στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, χωρίς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί χωρίς τήν δύναμη τήν ὁποία δίνει ὁ Χριστός καί ἡ χάρη Του στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, καλλίτερα θά ἦταν νά σκεφτοῦμε νά ἀλλάξουμε τό ὄνομα. Νά μήν λεγόμαστε χριστιανοί καί δίνουμε κακό παράδειγμα στούς ἄλλους μέ τά ἔργα μας.
Ὁ Χριστός εἶναι ἀστείρευτος. Ὅσοι Τόν πλησιάζουν θά τήν βροῦν τήν χαρά καί τήν εἰρήνη καί τήν εὐτυχία. Ἀμήν.-