Μεγάλου Βασιλείου, Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα (ε΄ μέρος)

ΔιογενηςΜιά, λοιπόν, που η περίσσια φροντίδα για το σώμα είναι και στο ίδιο άχρηστη και στην ψυχὴ εμπόδιο, είναι σωστή αφροσύνη το να εξαρτάμε όλα απὸ το σώμα και να είμαστε σκλάβοι του. Κανένα άλλο ανθρώπινο πράγμα δεν αξίζει τόσο θαυμασμὸ όσο η άσκηση στην περιφρόνηση του σώματος. Δεν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τι θα τον χρειασθούμε τον πλούτο, όταν έχουμε καταπατήσει τις σωματικὲς ηδονές. Εκτὸς αν είναι ευχαρίστηση να αγρυπνεί κανεὶς πάνω απὸ θαμμένους θησαυρούς, όπως οι μυθικοὶ δράκοντες, που αναφέρει ο ιστορικὸς Ηρόδοτος. Ο άνθρωπος που έχει καλλιεργηθεί κι απόκτησε ελεύθερο φρόνημα ως πρὸς αυτά, δεν μπορεί να κάνει ή να πεί ποτὲ κάτι το ποταπὸ και το αισχρό. Ένας τέτοιος άνθρωπος προσέχει μονάχα το αναγκαίο. Τα υπόλοιπα, έστω κι αν είναι σαν το χρυσάφι του Πακτωλού ποταμού ή σαν το χρυσάφι που βγάζουν τα μερμήγκια, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, τα κανονίζουν οι ανάγκες της φύσεως κι όχι η απληστία των ηδονών. Όσοι ξεπερνούν τα σύνορα της ανάγκης, μοιάζουν με ανθρώπους που γλιστρούν σε κατήφορο και μην έχοντας ποὺ να στηρίξουν τα πόδια τους εξακολουθούν αέναα να πέφτουν. Όσο πιο πολλὰ αποκτούν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, για να ικανοποιούν τις επιθυμίες όπως λέγει κι ο νομοθέτης Σόλων:

Στον ανθρώπινο πλούτο τέρμα φανερὸ δεν υπάρχει.
Αλλὰ κι ο Θέογνις ας έρθει στη μέση για να μάς διδάξει σ᾿ αυτὸ το ζήτημα:
Δεν ποθώ ούτε εύχομαι να γίνω πλούσιος. Άμποτε με λίγα να ζώ, χωρὶς δεινά.

Άξιος θαυμασμού είναι κι ο Διογένης, που περιφρονούσε όλα μαζὶ τα ανθρώπινα αγαθὰ κι έλεγε ότι είναι πλουσιώτερος κι απὸ τον βασιλιὰ της Περσίας, γιατί στη ζωὴ του είχε ανάγκη απὸ λιγότερα πράγματα. Οι πολλοὶ όμως τίποτε δεν θαρρούν αρκετὸ και θα ήθελαν να έχουν τα τάλαντα του Πυθίου κι απέραντα χωράφια κι αναρίθμητα κοπάδια. Αλλὰ νομίζω ότι τον πλούτο, όταν δεν τον έχουμε, δεν πρέπει να τον ποθούμε. Κι όταν τον έχουμε, να μην καυχώμαστε για το ότι είναι δικός μας, αλλὰ για το ότι ξέρουμε να τον χρησιμοποιούμε. Σωστὰ μίλησε ο Σωκράτης σ᾿ ένα πλούσιο, που καυχιόταν για το βιός του, όταν του είπε ότι δεν θα τον θαύμαζε πριν διαπιστώσει αν ήξερε να τον χρησιμοποιήσει. Θα ήταν για γέλια ο Φειδίας κι ο Πολύκλειτος, αν καυχιόντουσαν για το χρυσάφι και το φίλντισι, με τα οποία ο ένας έφτιαξε το άγαλμα του Δία για τους κατοίκους της Ηλείας κι ο άλλος το άγαλμα της Ήρας για τους Αργείους. Γιατί θα είχαν καυχηθεί για πλούτο που δεν ήταν δικός τους και γιατί δεν θα λογάριαζαν την τέχνη τους που έδωσε νόημα κι ομορφιὰ στο χρυσάφι. Εμείς τώρα είμαστε λιγότερο καταγέλαστοι αν παραδεχθούμε ότι η αρετή δεν είναι αρκετὸ στολίδι του εαυτού της;

Ας πούμε, λοιπόν, ότι καταπατήσαμε τον πλούτο και περιφρονήσαμε τις ηδονὲς των αισθήσεων. Θα επιζητήσουμε όμως την κολακεία και τα χάδια και θα αντιγράψουμε τη φιλοκέρδεια και την ευστροφία της αλεπούς, που αναφέρει ο μύθος του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου; Ο φρόνιμος άνθρωπος τίποτε άλλο δεν πρέπει να αποφεύγει περισσότερο απὸ τη ζωὴ των επιδείξεων, απὸ το να τον επηρεάζει το τι θα πεί γι᾿ αυτὸν ο κόσμος, απὸ το να μὴν έχει πυξίδα της ζωής του τη λογική. Αν τα έχει αποφύγει αυτά, τότε δεν φοβάται να πάει αντίθετα προς τη γνώμη όλης της κοινωνίας, να τον κατηγορήσουν, να κινδυνέψει για χάρη του αγαθού, να σταθεί ακλόνητος στην ορθὴ απόφαση. Ένας που δεν ζει έτσι, δεν διαφέρει σε τίποτε απὸ τον ομηρικὸ Πρωτέα, που όταν ήθελε γινόταν φυτὸ ή ζώο ή φωτιὰ ή νερὸ ή οτιδήποτε άλλο πράγμα. Γιατί ένας τέτοιας λογής άνθρωπος άλλοτε εξυμνεί το δίκιο σε όσους το τιμούν, άλλοτε θα πει τα αντίθετα, όταν δει ότι κυριαρχεί η αδικία, όπως ακριβώς κάνουν οι κόλακες. Κι όπως το χταπόδι αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον βυθό, έτσι κι αυτὸς θ᾿ αλλάζει γνώμες ανάλογα μ᾿ εκείνες των γύρω του.

Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Αυτὰ όλα θα τα διδαχθούμε τελειότερα στην Αγία Γραφή μας. Αλλὰ προς ώρας τα περιγράφουμε, σαν σκιαγράφημα της αρετής απὸ την κοσμικὴ σοφία. Όσοι μ᾿ επιμέλεια μαζεύουν την ωφέλεια απὸ κάθε τι, μοιάζουν με ποτάμια που παίρνουν στο διάβα τους νερὸ απὸ παραποτάμους κι ολοένα γίνονται μεγαλύτερα. Είναι σωστή η υπόμνηση του Ησιόδου για το λίγο που προστίθεται στο λίγο, όχι μονάχα σχετικὰ με το χρήμα, αλλὰ και με τη γνώση. Με τον τρόπο αυτὸν κι η γνώση γίνεται περισσότερη και μεγάλη. Όταν ο φιλόσοφος Βίας αποχαιρετούσε τον γιό του, που έφευγε για την Αίγυπτο, και το παιδὶ τον ρώτησε με ποιὰ πράξη του θα τον ευχαριστούσε περισσότερο, του αποκρίθηκε: Αποκτώντας εφόδιο για τα γηρατιά σου. Και με τη λέξη εφόδιο εννοούσε την αρετή, περιγράφοντας τη σύντομα, μιὰ και την ωφέλεια της την περιόριζε στο μήκος του ανθρώπινου βίου. Αλλὰ για μένα, έστω κι αν πρόκειται για τα γηρατιὰ του μυθικού Τιθωνού ή του μακρόβιου βασιλιὰ της Ταρτησσού, του Αργανθώνιου ή και του Μαθουσάλα, που αναφέρει η Παλαιὰ Διαθήκη και λέγει ότι έζησε εννιακόσια εβδομήντα χρόνια, έστω ακόμα κι αν πρόκειται να υπολογίσουμε όλο τον χρόνο απὸ τότε που πρωτοφανηκε ο άνθρωπος, βλέπω το διάστημα αυτὸ σαν παιδιάστικη, για γέλια έκταση. Γιατί ατενίζω τον μακρὸ κι αγέραστο αιώνα, που τέλος δεν έχει, την ηλικία της αθάνατης ψυχής.

Συμβουλέω ν᾿ αποκτάμε εφόδιο για την ατελεύτητη αυτή ζωή, κινώντας, σύμφωνα με τη γνωστή έκφραση, πάντα λίθον, ώστε να παίρνουμε απὸ παντού ωφέλεια για μιὰ τέτοια προοπτική. Βέβαια είναι ζήτημα που θέλει κόπο κι έχει δυσκολίες. Αλλὰ δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποθαρρυνθούμε και να το αμελήσουμε. Αλλὰ να θυμηθούμε το παράγγελμα των Πυθαγορείων, που λέγει ότι ο καθένας πρέπει να διαλέγει τον άριστο τρόπο ζωής και να βρίσκει χαρὰ μέσα του, συνηθίζοντας τον. Έτσι, θα επιχειρήσουμε το καλύτερο απ᾿ όλα. Είναι ντροπὴ να αδιαφορήσουμε για την τωρινὴ ευκαιρία κι όταν περάσει ο καιρὸς να πασχίζουμε να φέρουμε μπροστά μας τα περασμένα, χωρὶς να κατορθώσουμε τίποτε άλλο απὸ θλίψη.

Απ᾿ όσα, λοιπόν, θαρρώ ότι είναι τα καλύτερα, άλλα σάς τα είπα τώρα κι άλλα όσο ζω θα σάς τα συμβουλεύω. Και σεις, τώρα, ανάμεσα στα τρία είδη αρρώστιας, μην τοποθετηθήτε στο τελευταίο, το αθεράπευτο. Και μη δείξετε ότι η ψυχική σας ασθένεια μοιάζει μ᾿ εκείνες των σωματικὰ άρρωστων. Όσοι δηλαδὴ έχουν κάποια μικρὴ αρρώστια, πάνε οι ίδιοι στους γιατρούς. Όσοι έπαθαν κάποια μεγαλύτερη αρρώστια τους προσκαλούν στο σπίτι τους. Κι όσοι έπεσαν σε εντελώς ανίατη μανία, και που τους πλησιάζουν οι γιατροί, δεν τους δέχονται. Μὴν πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, αποφεύγοντας τις ορθὲς σκέψεις.