Η νηπιακή ηλικία εκτείνεται από το 3ο έως και το 6ο έτος της ηλικίας. Αρχίζει με το τέλος της βρεφικής ηλικίας όταν το παιδί παύει να είναι εντελώς εξαρτημένο και ανήμπορο αλλά επιδιώκει και κατακτά μια αυξανόμενη αυτονομία και αυτάρκεια και τελειώνει με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Ανάμεσα στα δύο αυτά χρονικά ορόσημα πραγματοποιείται μια πλούσια εξέλιξη.
Αλλαγές κατά τη νηπιακή ηλικία
Στο σωματικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίζεται, δεν έχει όμως το γοργό ρυθμό ούτε παρουσιάζει τις δραματικές αλλαγές της βρεφικής ηλικίας. Η πρόοδος γίνεται με επιβραδυνόμενο ρυθμό, είναι περισσότερο ποικίλη και οι αναλογίες του σώματος μεταβάλλονται δραστικά. Το νήπιο αποκτά την τελική του ατομική φυσιογνωμία.
Στον κινητικό τομέα το νήπιο έχει ήδη ασκήσει έλεγχο στο σώμα του και αρχίζει να ασκεί έλεγχο και στο περιβάλλον. Η νηπιακή ηλικία είναι περίοδος έντονης κινητικότητας, το νήπιο έρχεται σε επαφή με νέες δεξιότητες και δραστηριότητες που το κρατούν «αεικίνητο»
Στο νοητικό τομέα οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές. Η γλωσσική ανάπτυξη παρουσιάζει καταπληκτικές προόδους. Ο τηλεγραφικός λόγος της βρεφικής ηλικίας υφίσταται ουσιώδεις βελτιώσεις:
χρησιμοποιούνται όλα τα μέρη του λόγου, η γραμματική δομή γίνεται πιο πολύπλοκη και η άρθρωση ευχερής
Στον τομέα της συναισθηματικής ανάπτυξης παρατηρείται ενίσχυση της τάσης για αυτονομία. Το παθητικό και αδύναμο βρέφος έχει γίνει τώρα μια ξεχωριστή προσωπικότητα με πείσμα, επιμονή, ανυπακοή, άρνηση, εκρήξεις θυμού, ανταγωνιστική διάθεση, φόβους κ.ά.
Στον τομέα της κοινωνικής ανάπτυξης το νήπιο αρχίζει να διευρύνει τον κύκλο των δραστηριοτήτων και επαφών του, να εγκαταλείπει το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον και να εντάσσεται σε ομάδες συνομηλίκων. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές του νηπίου με συνομηλίκους αρχίζουν να έχουν με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερη αμοιβαιότητα και εισερχόμενο το παιδί στο σχολείο έχει αναπτύξει σαφή έννοια της ομάδας και του «ανήκειν» στην ομάδα.
Η παιδική ηλικία ξεκινάει από το 6ο έτος – με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο – και τελειώνει με την έναρξη της εφηβείας. Η παιδική ηλικία, από άποψη αναπτυξιακή, χαρακτηρίζεται ως περίοδος της βιοσωματικής σταθερότητας και υγείας, της γνώσης και της λογικής, της ομάδας των συνομηλίκων, της δράσης και της φιλοπονίας.
Αλλαγές κατά την παιδική ηλικία
Η βιοσωματική ανάπτυξη κατά την παιδική ηλικία μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ως ποιοτική μεταβολή και λιγότερο ως ποσοτική αύξηση. Ο ρυθμός ανάπτυξης στις διαστάσεις του
σώματος παρουσιάζει αισθητή ανάσχεση, για να δοθεί προτεραιότητα στην επεξεργασία και σταθεροποίηση των ραγδαίων μεταβολών της προηγούμενης περιόδου. Πρόκειται για ένα είδος
ανάπαυλας ανάμεσα στην έντονη αύξηση της νηπιακής/ προσχολικής ηλικίας και στο ορμητικό ξέσπασμα της εφηβείας.
Στον ψυχοκινητικό τομέα η ανάπτυξη του παιδιού συνεχίζεται και είναι ταχύτατη ως το 9ο έτος της ηλικίας του. Οι κινήσεις την περίοδο αυτή αποκτούν όχι μόνο σταθερότητα αλλά ισχύ και χάρη. Ο κινητικός έλεγχος και η επιδεξιότητα στις κινήσεις αποτελούν βασικό εφόδιο του παιδιού για τη σχολική εργασία (γραφή, χειροτεχνία, εκμάθηση μουσικού οργάνου) αλλά και για
την ένταξή του, μέσω των ομαδικών παιχνιδιών, στην ομάδα των συνομηλίκων.
Στο νοητικό τομέα πραγματοποιείται το μεγάλο άλμα από τον εγωκεντρισμό της νηπιακής ηλικίας στη σταθερή λογική. Αρχίζει να κατακτά πλείστα γνωστικά σχήματα, όπως της ιεράρχησης, της σειροθέτησης, της έννοιας των αριθμών, της έννοιας της διατήρησης των διαφόρων χαρακτηριστικών του φυσικού κόσμου (ποσότητας, βάρους, όγκου)…
Στον τομέα της γλωσσικής ανάπτυξης παρατηρείται μια εντυπωσιακή βελτίωση τόσο στο ποσό των λέξεων όσο και στην ποικιλία τους και στο εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων γίνεται ακριβέστερο ενώ στον τομέα της σύνταξης το παιδί μαθαίνει τους γενικούς γραμματικούς κανόνες. Κορυφαία γλωσσική κατάκτηση του παιδιού της
σχολικής ηλικίας είναι η ανάγνωση και η γραφή
Στον τομέα της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης αλλάζει το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δρα και αλληλεπιδρά το παιδί. Η είσοδος στο σχολείο αποτελεί ορόσημο στη ζωή του παιδιού. Το παιδί απομακρύνεται από το στενό οικογενειακό περιβάλλον και εισέρχεται στον χώρο της οργανωμένης εργασίας και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων.
Οικογένεια
Η οικογένεια αναμφισβήτητα αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα στην ανάπτυξη του ατόμου. Οι γονείς έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο σύνολο των τομέων ζωής και δράσης των παιδιών. Οι γονείς αποτελούν τον πλέον κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών, στη διαδικασία που ονομάζεται κοινωνικοποίηση.
Η μορφοποιός δύναμη της οικογένειας προκύπτει από το γεγονός ότι το άτομο παραμένει υπό την άμεση και σχεδόν αποκλειστική επίδρασή της για μακρό χρονικό διάστημα
Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας έχουν τόση δύναμη ώστε να συντελούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου
Η σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών στη διάρκεια των πιο ευεπηρέαστων χρόνων της ζωής τους θα τα θωρακίσει, θα τα «εμβολιάσει» ώστε να έχουν τη δύναμη να σταθούν στα πόδια τους, να αυτονομηθούν, να αγωνιστούν ενάντια στις δυσκολίες και τα προβλήματα.
Η δυναμική των οικογενειακών σχέσεων εκφράζεται κυρίως σε δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι ο συναισθηματικός τόνος της οικογενειακής ζωής και η δεύτερη ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Ο συναισθηματικός τόνος έχει στο ένα άκρο τη στοργή και στο άλλο την εχθρότητα των γονέων προς τα παιδιά. Ο τρόπος διαπαιδαγώγησης έχει στο ένα άκρο την αυτονομία και στο άλλο τον έλεγχο των παιδιών από τους γονείς.
ΤΥΠΟΙ ΓΟΝΕΩΝ
Οι γονείς ανάλογα με την συμπεριφορά που εμφανίζουν και τον τρόπο διαπαιδαγώγησης που υιοθετούν διαχωρίζονται σε τέσσερις βασικούς τύπους γονέων:
Οι αυταρχικοί γονείς:
- Κάνουν χρήση αυστηρού ελέγχου
- Αξιολογούν τη συμπεριφορά του παιδιού με απόλυτα κριτήρια
- Δίνουν μεγάλη σημασία στην πρωτιά και στην άριστη επίδοση
- Αλληλεπιδρούν πολύ λίγο λεκτικά με το παιδί, χρησιμοποιούν τις απειλές και τις τιμωρίες
- Αναγκάζουν το παιδί να ακολουθήσει τις οδηγίες και τις επιθυμίες τους
- Δεν επιτρέπουν το δικαίωμα επιλογής και την ελευθερία έκφρασης
- Οι αυταρχικοί γονείς έχουν υψηλό βαθμό απαιτήσεων αλλά χαμηλό βαθμό ανταπόκρισης
- Χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιούν «Κάνε αυτό που είπα γιατί το λέω εγώ»
Οι ανεκτικοί – επιεικείς γονείς
- Οι γονείς αυτοί δεν ασκούν έλεγχο, αφήνουν το παιδί να ρυθμίσει μόνο του τη συμπεριφορά του
- Δεν είναι απαιτητικοί, τιμωρητικοί ή καθοδηγητικοί
- Αποδέχονται τις παρορμήσεις του παιδιού
- Είναι ζεστοί και υποστηρικτοί αλλά δεν θέτουν επαρκή όρια
- Σε μια ανεκτική οικογένεια υπάρχει μεγάλη ελευθερία και τα παιδιά είναι επικεφαλής
Οι ανεκτικοί – αδιάφοροι γονείς
- Οι αδιάφοροι γονείς χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό απαιτήσεων και από χαμηλό βαθμό ανταπόκρισης
- Δεν εμπλέκονται και δεν ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους
- Απορρίπτουν και αγνοούν το παιδί
- Δε θέτουν όρια και δεν παρέχουν καμία υποστήριξη.
- Αφήνουν τα παιδιά να ενεργήσουν όπως επιθυμούν
- Δε δομούν, δεν οργανώνουν, δεν επιτηρούν
Οι δημοκρατικοί γονείς
- Ασκούν έλεγχο αλλά με ευέλικτο τρόπο
- Ενθαρρύνουν το παιδί να είναι ανεξάρτητο, ωστόσο θέτουν σαφή και επαρκή όρια στη συμπεριφορά του
- Είναι ζεστοί και στοργικοί
- Αλληλεπιδρούν λεκτικά με το παιδί: συζητούν, επιχειρηματολογούν, παρέχουν εξηγήσεις, ανταλλάσσουν απόψεις
Τύποι γονέων και συμπεριφορά των παιδιών
Τα παιδιά των αυταρχικών γονέων δεν είναι ευχαριστημένα με τον εαυτό τους και είναι ανικανοποίητα. Είναι παιδιά αποσυρμένα και εσωστρεφή, φοβισμένα και με χαμηλή αυτοεκτίμηση
και δεν εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους. Δεν έχουν στόχους, δυσκολεύονται να δεσμευτούν και να επενδύσουν στην επίτευξη ενός στόχου, παραιτούνται εύκολα και απογοητεύονται γρήγορα.
Τα παιδιά των ανεκτικών – επιεικών γονέων στηρίζονται ελάχιστα στις δυνάμεις τους, είναι πιο ανώριμα και δυσκολεύονται ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες και υπευθυνότητες
Εμφανίζονται υπερβολικά απαιτητικά και εξαρτημένα από τους ενήλικες. Είναι παιδιά περισσότερο εγωκεντρικά, παρορμητικά και ανυπάκουα από τα άλλα παιδιά καθώς δεν έχουν μάθει να σέβονται και να υπακούουν σε κανόνες
Έχουν πολύ μικρό αυτοέλεγχο, έχουν μάθει να παίρνουν και όχι να δίνουν, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα, δεν είναι ανθεκτικά στην ήττα και αδυνατούν να διαχειριστούν το άγχος τους.
Τα παιδιά των ανεκτικών – αδιάφορων γονέων τα καταφέρνουν χειρότερα από τα παιδιά των άλλων γονέων. Είναι αντικοινωνικά, επιθετικά και ανώριμα. Επιδεικνύουν έλλειψη αυτοελέγχου και δεν συμμορφώνονται στους κανόνες. Σημειώνουν χαμηλές επιδόσεις και αντιμετωπίζουν δυσκολίες ως προς την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Τα παιδιά των αδιάφορων γονέων συνήθως ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για παραμέληση και κακοποίηση.
Τα παιδιά με δημοκρατικούς γονείς είναι ανεξάρτητα και στηρίζονται στις δυνάμεις τους, διακρίνονται από επιμονή όσον αφορά στην επίτευξη του στόχου και χαρακτηρίζονται από κοινωνική ωριμότητα και υψηλή αυτοεκτίμηση. Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό τους είναι ο αυτοέλεγχος, είναι συνεργατικά, τους αρέσει να λειτουργούν ομαδικά και εντάσσονται εύκολα σε ένα σύνολο. Είναι ευχαριστημένα και ικανοποιημένα από τον εαυτό τους, από τη συμπεριφορά τους και την επίδοσή τους στο σχολείο.
Ανάγκες παιδιών νηπιακής ηλικίας
- Οριοθέτηση
- Αυτονομία - πρωτοβουλίες
- Συναισθηματική αγωγή
- Σταδιακή αποδέσμευση από το οικογενειακό περιβάλλον
- Παιχνίδι
Ανάγκες παιδιών σχολικής ηλικίας
- Ηθική ανάπτυξη των παιδιών
- Ενίσχυση της κοινωνικότητας/ παροχή ερεθισμάτων
- Ευκαιρίες για επικοινωνία και συναισθηματική εμπλοκή
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΓΟΝΕΑ
Θέτει επαρκή και σαφή όρια στα παιδιά
Έχει ρεαλιστικές προσδοκίες, αφουγκράζεται τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του παιδιού, του παρέχει ερεθίσματα, σέβεται την ατομικότητά του
Αποτελεί ένα σωστό και υγιές πρότυπο
Είναι ζεστός και στοργικός, δημιουργεί ευχάριστη οικογενειακή ατμόσφαιρα
Δείχνει εμπιστοσύνη, αναθέτει ευθύνες και πρωτοβουλίες
Συνδιαλέγεται με το παιδί του, το ακούει προσεκτικά και σέβεται τη γνώμη του, συζητάει μαζί του, επιχειρηματολογεί και παρέχει εξηγήσεις για τους κανόνες που θέτει, προσπαθεί να μπει στη θέση του, εκφράζει τα συναισθήματά του, του αφιερώνει χρόνο
Οι γονείς έχουν το δικαίωμα να ζουν και ως αυτόνομες προσωπικότητες, πέρα από το γονεϊκό ρόλο
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κυριότεροι ψυχολογικοί παράγοντες:
- η προσωπικότητα των γονέων, η συμπεριφορά και το παράδειγμά τους
- η ψυχική τους ωριμότητα και ισορροπία, η κοινωνική τους προσαρμογή, το άγχος των γονέων
- οι συναισθηματικές σχέσεις των γονέων με το παιδί, οι σχέσεις του παιδιού με τους γονείς και τα αδέλφια του
- ο τρόπος πειθαρχίας του παιδιού
- το σύστημα αξιών και ηθικών κανόνων της οικογένειας
- οι συζυγικές σχέσεις
Βασικότεροι κοινωνικοί παράγοντες:
- ο αριθμός των μελών της οικογένειας
- το κοινωνικο-οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας
- η ηλικία των γονέων
- το φύλο των παιδιών
- η συμβίωση στην οικογένεια άλλων ενήλικων προσώπων
- η απώλεια κάποιου μέλους της οικογένειας
- το διαζύγιο
Μελέτη περιστατικού:
«Ο μικρός Γιώργος, 5 ετών, μόλις έσπασε το παιχνίδι που του αγόρασαν οι γονείς του την προηγούμενη μέρα. Τρέχει λοιπόν στους γονείς του ζητώντας επίμονα να του πάρουν καινούριο.
Να σημειωθεί ότι το παιδί εκδηλώνει συχνά τέτοιες συμπεριφορές, πεισμώνει, κλαίει, φωνάζει, ζητώντας να γίνει το δικό του».
Τρόποι αντιμετώπισης:
Εάν το παιδί παρουσιάζει συχνά αυτή τη συμπεριφορά θα πρέπει να αναλογιστείτε τον τρόπο που το αντιμετωπίζετε και να επανεξετάσετε τους τρόπους χειρισμού. Ερευνήστε τη γενικότερη συμπεριφορά του παιδιού, εξετάστε κάτω από ποιες συνθήκες αυτή εκδηλώνεται (όταν το παιδί είναι στεναχωρημένο, φοβάται, ζητάει την προσοχή των γονιών του). Τι θέλει να μας πει το παιδί με τη συμπεριφορά του;
Φροντίστε για τη δημιουργία ενός ζεστού και υποστηρικτικού κλίματος, πλησιάστε το παιδί με αγάπη, ηρεμία και ενδιαφέρον. Διατηρήστε την ψυχραιμία σας, προτρέψτε το παιδί να εκφράζει ανοικτά αυτό που θέλει και να συζητάει μαζί σας
Θέστε σαφή και ξεκάθαρα όρια
Φροντίστε να παραμένετε σταθεροί σε αυτό που ζητάτε
Εφαρμόστε τις κατάλληλες συνέπειες όταν δεν
Ενθαρρύνετε το παιδί όταν συμπεριφέρεται σωστά
Κοινή στάση και των δύο γονέων
Τα παιδιά δοκιμάζουν τόσο τα δικά μας όρια όσο και τα δικά τους. Αυτό το κάνουν γιατί έχουν την ανάγκη να αναμετρούν τις δυνάμεις τους. Είναι απόλυτα φυσιολογικό για ένα νήπιο που αναπτύσσεται να θέλει να ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσει.
Mαρία Ξηρουχάκη, ψυχολόγος