Γραφτείτε συνδρομητής!

Γραφτείτε συνδρομητής!

Γραφτείτε συνδρομητής!

Slide background
Slide background

Doxologia 200xronia1821 2021

Αγαπητοί άρχοντες του τόπου μας, αγαπητοί εκπαιδευτικοί, μαθητές και μαθήτριες των σχολείων του Χολαργού, αγαπητοί μου αδελφοί,
Με το γνωστό, διπλό της χαρακτήρα, ανέτειλε και πάλι φέτος η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και επέτειος της εθνικής μας παλιγγενεσίας, που μας καλεί να αναλογισθούμε τόσο τον θρησκευτικό όσο και τον  εθνικό χαρακτήρα της σημερινής πανηγύρεως. Και βεβαίως τιμούμε κατ’ αρχήν σήμερα τη μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού, που σημαίνει την πραγματοποίηση της επιθυμίας του Θεού για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και αυτό το οποίο για αιώνες ολόκληρους ήταν ένα μυστήριο, πραγματώθηκε τότε στη Ναζαρέτ, όταν Άγγελος Κυρίου την προαιώνια του Θεού βουλή ανήγγειλε στην Παρθένο Μαρία, προς την οποία έφερε τον αρχαγγελικό ασπασμό αλλά και εν συνεχεία το μήνυμα της σωτηρίας. Έτσι λοιπόν έρχεται στον κόσμο ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος θέλησε να αναπλάσει τον άνθρωπο στην αρχαία δόξα του και να αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τον Θεό, για να  δοκιμάσει ο άνθρωπος και πάλι τον γλυκασμό της σωτηρίας και να έχει τη δυνατότητα ξαναγίνει ένοικος του Παραδείσου. Γι’ αυτό και ευαγγελισμός η σημερινή ημέρα, ημέρα χαράς για το κοσμοχαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας των ανθρώπων.

Και δικαιωματικά δοκιμάζουμε στην καρδιά μας πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, ικανοποίηση και ευτυχία, για το γεγονός ότι πλέον, χάρις στην αγάπη του Θεού, αλλά και χάρη στην Παρθένο Μαρία, η οποία χρημάτισε το δοχείον της Χάριτος του Θεού, δεν είμαστε πλέον χαμένοι μέσα στην αιωνιότητα και μέσα στη γη. Γιατί χάρη στον Χριστό και χάρη στην Παναγία μας είμαστε πλέον λυτρωμένοι, έχουμε το διαβατήριο του Ουρανού στα χέρια μας.
Αλλά, σήμερα δεν εορτάζουμε μόνο τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας, εορτάζουμε και τον ευαγγελισμό του έθνους μας. Δεν τιμούμε μόνο την εορτή της ελευθερίας του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία και τη φθορά, τιμούμε και την εορτή της ελευθερίας του γένους των ρωμηών από την τυραννία και τη συμφορά. Είναι η επέτειος της επανάστασης των προγόνων μας, που ξεκίνησε επίσημα κατά την εορτή του Ευαγγελισμού του 1821, όταν μία δράκα αγωνιστών ηρώων Ελλήνων έλαβε την απόφαση να πολεμήσει και να αγωνιστεί, για να εκδιώξει τον κατακτητή και για να επανακτήσει και πάλι την ποθητή ελευθερία.
Οι ιστορικοί, οι οποίοι αναλύουν τις συνθήκες της τότε εποχής, όλοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για την επανάσταση εκείνη αποτελούσε, θα έλεγε κανείς, μία τρέλα – κρινόμενη με τα ανθρώπινα μέτρα. Ποιοι ήταν οι Έλληνες οι οποίοι έλαβαν την απόφαση να επαναστατήσουν; Ένας λαός μικρός και ανίσχυρος, χωρίς όπλα, που δεν είχε την διεθνή υποστήριξη, όπως λέμε σήμερα.
Κι όμως ήλθε η στιγμή που περίμενε το γένος, η στιγμή για την οποία –όπως έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης- «ο κόσμος μας έλεγε τρελούς». Εκείνο το οποίο ξεκίνησε στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων, κατά την 25η Μαρτίου του 1821, χωρίς υπερβολή, συνιστά ένα θαύμα της πίστεως των ανθρώπων εκείνων. Πήραν τα όπλα με το ένα χέρι, κρατώντας με το άλλο χέρι τον Τίμιο Σταυρό και έχοντας μέσα στην καρδιά τους ακράδαντη την πίστη για το δίκαιο του αγώνα τους και για την βοήθεια του Θεού. Είχε δίκιο ο μεγάλος πρόμαχος της ελευθερίας μας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και πάλι, με την θυμόσοφη σκέψη του, να λέγει ότι ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή Του.
Αλήθεια όμως, πώς έφθασε το γένος των ρωμηών στην στιγμή αυτή; Και κυρίως πώς κατάφερε να διατηρήσει την εθνική και πνευματική ταυτότητά του 400 ολόκληρα χρόνια κάτω από την πίεση ενός  κατακτητή;
Ο πορθητής Μωάμεθ, ο οποίος κατέκτησε την Βασιλεύουσα Πόλη το 1453, μέσα στους καπνούς της δόξας και του θριάμβου του, έκαμε κι ένα μεγάλο σφάλμα: έδωσε τα προνόμια στην Εκκλησία, τα οποία εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έμοιαζαν με Δούρειο Ίππο στο υπογάστριο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διότι η Εκκλησία, παραλαμβάνοντας τα προνόμια εκείνα, έκαμε αρίστη χρήση της ευκαιρίας Της να επικοινωνεί με τον λαό και να διδάσκει τον λαό και να έχει ανοικτές τις εκκλησίες και τα μοναστήρια• και να έχει εν λειτουργία τα λαϊκά πανηγύρια της Ορθοδοξίας και της Ρωμιοσύνης. Και να διατηρεί αργότερα σχολεία και σχολές. Διότι κατά τους δύο πρώτους αιώνες της σκλαβιάς υπήρχε δυσκολία στην ύπαρξη σχολών ελληνικών. Τους επόμενους δύο αιώνες οι Έλληνες, διά της Εκκλησίας, απέκτησαν σχολεία εις τα οποία διδάσκονταν "μαζί με τα γράμματα και του Θεού τα πράματα".
Πρώτο μέλημα λοιπόν της εθναρχούσης τότε  Εκκλησίας η ίδρυση σχολείων, η παιδεία του γένους, που θα διατηρήσει στους υπόδουλους την εθνική μνήμη. Μόλις ένα χρόνο μετά την άλωση, ο Πατριάρχης Γεννάδιος ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη ανώτερη Σχολή, την «Πατριαρχική Ακαδημία». Το 1591 ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ την αναβάθμισε. Ο δε Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις το 1624 προμηθεύτηκε το πρώτο τυπογραφείο, το οποίο όμως κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Οριστική άδεια για λειτουργία ελληνικού τυπογραφείου εξασφάλισε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' το 1806.
Σχολεία ιδρύθηκαν σε αρκετές πόλεις: Σμύρνη, Γιάννενα, Άρτα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο, Αθήνα, Δημητσάνα, Μεσολόγγι, Μύκονο, Νάξο, Πάτμο, Xίo, καθώς και στο Άγιο Όρος η περίφημη «Αθωνιάδα Σχολή». Στις μικρότερες πόλεις και στα χωριά τεράστιο ρόλο διαδραμάτισαν οι απλοί ιερείς και μοναχοί. Μέσα στις εκκλησίες έφτιαχναν ανεπίσημα, ταπεινά σχολεία και δίδασκαν τους νέους χρησιμοποιώντας ως διδακτικά εγχειρίδια τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας (κυρίως το «Ψαλτήρι» και το «Χτωήχι»). Αυτές οι πρωτοβουλίες, στις οποίες ο λαός έδωσε την ονομασία «Κρυφό Σχολειό», κράτησαν ζωντανή την εθνική και θρησκευτική συνείδηση του λαού. Αν θέλει κάποιος, με αντικειμενικότητα και χωρίς προκατάληψη, να αναζητήσει την αλήθεια για το Κρυφό Σχολειό δεν έχει παρά να σιγοψιθυρίσει το «Φεγγαράκι μου λαμπρό...», δεν έχει παρά να φτάσει μέχρι το πιο απομακρυσμένο χωριό και μοναστήρι. Σε κάποιο καλά φυλασσόμενο μέρος θα του δείξουν το χώρο που λειτουργούσε Κρυφό Σχολειό, κι αυτή είναι η αλήθεια της ιστορίας, η αλήθεια που παραδέχεται σήμερα ο λαός μας γιατί πέρασε αδιάψευστα από γενιά σε γενιά.
Εκεί, μέσα στους Νάρθηκες των ναών και μάλιστα των μοναστηριών, μακριά από τα βέβηλα μάτια του κατακτητή, οι παπάδες και οι καλόγεροι στήριζαν μέσα στις καρδιές των μικρών παιδιών την αποσταμένη ελπίδα και έδιναν φτερά στη φαντασία, στους οραματισμούς και στα όνειρα των δύστυχων ραγιάδων. Εάν είμαστε Έλληνες και εάν έχουμε φρόνημα ελληνικό και αν μιλάμε τη γλώσσα την ελληνική και αν πιστεύουμε ορθοδόξως στον Χριστό, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην Εκκλησία, που κράτησε αναμμένο το καντήλι της ελπίδας στις καρδιές των υπόδουλων. Καμία άλλη δύναμη δεν ήταν σε θέση να δράσει κατά την σκοτεινή εκείνη περίοδο της τουρκικής σκλαβιάς.
Γιατί, μετά από 400 χρόνια σκληρής σκλαβιάς, πού βρήκε ο υπόδουλος εκείνος λαός τη δύναμη να ξεσηκωθεί; Ποιος είχε διατηρήσει επί 4 αιώνες μέσα στην ψυχή του τη γνώση για την εθνική και πνευματική του ιδιαιτερότητα; Το τυραγνισμένο γένος των Ελλήνων, όπως γράφει ο Φώτης Κόντογλου, καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκικής σκλαβιάς δεν είχε λησμονήσει την προέλευσή του, την πίστη του και την ιστορία του.
Είχαν φροντίσει γι’’ αυτό και οι «Διδάσκαλοι του Γένους»: Ηλίας Μηνιάτης, Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης,  Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός διδάσκαλος και ισαπόστολος. Ποιοί ήσαν αυτοί; Λόγιοι κληρικοί στη συντριπτική πλειονοψηφία τους, προσέφεραν πολλά τόσο στην παιδεία όσο και στην εθνική αφύπνιση των υποδούλων. Μόνο ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ίδρυσε συνολικά 210 σχολεία, δημοτικά και γυμνάσια, διότι –όπως ο ίδιος συμβούλευε- «πρέπει, αδελφοί μου, να σπουδάζετε τα παιδιά για να μαθαίνουν καλά τα ελληνικά γράμματα. Καλύτερα να έχεις ελληνικό σχολείο στη χώρα σου, παρά να έχεις βρύσες και ποτάμια».
Κι έτσι ανέτειλε η μεγάλη ημέρα της εθνικής μας παλιγγενεσίας και αποκαταστάσεως και η Εκκλησία και τότε, αφού είχε ήδη εργαστεί επί 400 χρόνια για να διασώσει άσβεστη τη φλόγα της ελευθερίας μέσα στις καρδιές των Ελλήνων, έδωσε τα πάντα στον αγώνα της απελευθέρωσης. Ο ιερός κλήρος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έδωσε δυναμικά το παρόν του. Πολυάριθμοι κληρικοί και μοναχοί έλαβαν μέρος στον αγώνα και θυσιάσθηκαν «υπέρ βωμών και εστιών». Έξι Οικουμενικοί Πατριάρχες, εκατό Αρχιερείς και έξι χιλιάδες Κληρικοί και Μοναχοί είναι το κόστος του αίματος, είναι το τίμημα αυτού του αγώνα μέσα στα 400 χρόνια της δουλείας και στα περίπου δέκα χρόνια της επαναστάσεως. Και μπορεί βέβαια να γνωρίζουμε περισσότερο τον Παπαφλέσσα, τον Αθανάσιο Διάκο, ή τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, στην πραγματικότητα ήταν πολλοί περισσότεροι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το τέλος της επανάστασης, οι περισσότερες θέσεις των επισκοπών και των ενοριών ήταν κενές, γιατί οι κληρικοί που τις κατείχαν είχαν θυσιασθεί μαζί με τον λαό. Το μέγεθος της θυσίας των κληρικών μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αν σκεφτεί ότι ως λειτουργοί του Εκκλησίας είχαν κληθεί να υπηρετήσουν την αδελφοσύνη, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, κι όχι τον πόλεμο. Όμως ένιωθαν ταυτόχρονα ότι η ζωή τους ήταν ταυτισμένη με τη ζωή του ταλαιπωρημένου ποιμνίου τους.
Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν τα μοναστήρια, τα οποία υπήρξαν κέντρα όχι μόνο πνευματικού αλλά και υλικού ανεφοδιασμού των αγωνιστών, και καταφύγια των διωκομένων. «Ήταν οι μπαρουταποθήκες του αγώνα», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μακρυγιάννης. Σήμερα πανηγυρίζουμε ένα μεγάλο γεγονός που έλαβε χώρα σε μοναστήρι, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το Λάβαρο της Επαναστάσεως, που δεν ήταν άλλο από το πανί της Ωραίας Πύλης.
Από μερικούς έχει διατυπωθεί το ερώτημα αν ειδικά ο ανώτερος κλήρος, επιθυμούσε πράγματι την απελευθέρωση, και φέρνουν ως παράδειγμα τον «αφορισμό» των πρωτεργατών της επανάστασης από το πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Στην πραγματικότητα όμως, ο Πατριάρχης το έκανε αυτό για να καταπραΰνει την τουρκική οργή και να γλιτώσει τους υπόδουλους από μια γενική σφαγή. Αν ο Πατριάρχης υποστήριζε ανοιχτά την ένοπλη εξέγερση, τότε οι Τούρκοι θα μπορούσαν να εξαπολύσουν «ιερό πόλεμο», σύμφωνα άλλωστε και με τις αρχές του Ισλάμ. Αυτό βεβαιώνουν οι ιστορικές πηγές, και μάλιστα και επιστολή του ίδιου του Αλεξ. Υψηλάντη, πρωτεργάτη της επανάστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε οι τούρκοι δεν πίστεψαν ποτέ το «αφορισμό» αυτό, γι’ αυτό και το πρώτο θύμα της εθνεγερσίας ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης, που κρεμάστηκε ανήμερα το Πάσχα στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου, ανοίγοντας το μαρτυρολόγιο της επανάστασης. Αυτή η πύλη είναι από τότε και μέχρι σήμερα κλειστή, για να μας θυμίζει την αλήθεια της ιστορίας και τη μοναδική προσφορά του αιματοβαμμένου ράσου  στη νικηφόρα έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα.
Όλα τα παραπάνω εξέφραζαν τους αγωνιστές του ΄21 αλλά και τους μετέπειτα ιστορικούς που με μάτι αντικειμενικό και με θαυμασμό μεγάλο προσέγγισαν τα γεγονότα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδος, σημείωνε χαρακτηριστικά:  «Η Χριστιανική θρησκεία εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα και αρχαίας ενδόξους αναμνήσεις και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν, της οποίας είναι στύλος και εδραίωμα. Το μεγαλύτερον από όλα τα συμφέροντα της πατρίδος μας, εκείνο δηλ. το οποίον εναγκαλίζεται και περιλαμβάνει ολόκληρον την μέλλουσαν ευδαιμονίαν της, είναι η Χριστιανική και εθνική εκπαίδευσις των νεοελλήνων.»
Ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, που ποτέ δεν έκρυψε τις μαρξιστικές αντιλήψεις του, σε δύο βιβλία του («Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας» και «Το Ελληνικό έθνος - Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού») προς τιμήν του παραδέχεται: «Η εκκλησία, όταν πέρασε το πρώτο χτύπημα της κατάκτησης, θα συνεχίσει το έργο της ανασυγκρότησης της πνευματικής ζωής των Ελλήνων. Παρά τις διαμάχες ανάμεσα στο Πατριαρχείο και στην κάστα των αρχόντων της Κωνσταντινούπολης, η Εκκλησία παραμένει σε όλη την περίοδο απ’ το 15ο ως 17ο αι., η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους, Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σε όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις ακόμα και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή.» Κι ακόμη ο ιστορικός Σβορώνος, επισημαίνει: «Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της., οι αγώνες της για τη διαφύλαξη της Χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για την διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται επικεφαλής έτσι, των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν την διατήρησή του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης και συνδέεται άρρηκτα με το έθνος».
 Αγαπητοί μου συνεορταστές,
Σε κάθε εποχή, αλλά πολύ περισσότερο στους σύγχρονους δίσεκτους καιρούς μας οι θεσμοί δέχονται βολές, τα πρότυπα και οι ήρωες αμφισβητούνται, οι αξίες καταρρακώνονται, η ιστορία παραχαράσσεται.  Πάνω απ’ όλα όμως υπάρχει η αλήθεια, πως η Εκκλησία μας συνδέθηκε στενά με τους αγώνες του λαού μας και έκανε αληθινές θυσίες, χωρίς βέβαια να λείπουν ποτέ και οι ανθρώπινες αδυναμίες. Γιατί μπορεί κάποιος να ρωτήσει: όλοι οι ιερωμένοι ανεδείχθησαν ήρωες; Δεν υπήρξαν κάποιοι που δείλιασαν, που ανεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων και του χρέους των; Η απάντηση είναι πολύ απλή και απολύτως ειλικρινής. Προφανώς θα υπήρξαν και τέτοιες περιπτώσεις. Που όμως σε κάθε περίπτωση είναι οι αρνητικές εξαιρέσεις στον γενικώτερο κανόνα, ο οποίος αφορά στην υπέρτατη θυσία της μητέρας Εκκλησίας υπέρ του λαού μας.
Ο λαός μας είναι φιλειρηνικός, έχοντας πάντοτε ως στόχο την πρόοδο και την ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Κανείς δεν θέλει τον πόλεμο. Στην Εκκλησία προσευχόμαστε διαρκώς «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Δεν είμαστε εθνικιστές, πολύ περισσότερο δεν είμαστε πολεμοχαρείς. Αγαπούμε πρωτίστως την ουράνια πατρίδα μας, αλλά αγαπούμε πολύ και την επίγεια πατρίδα μας. Και γνωρίζουμε ότι για να διατηρήσουμε την ειρήνη οφείλουμε να διδασκόμαστε από την ιστορία, να την μελετούμε με δέος και όχι να την διαστρεβλώνουμε. Να την διδάσκουμε στα παιδιά μας  με ευθύνη, με αντικειμενικότητα, με  επιστημονική  και παιδαγωγική αξιοπρέπεια. Αυτό θέλουμε, αυτό επιζητούμε, αυτό παρακαλούμε, αυτό δικαιούμεθα. Δεν συμβιβαζόμαστε με τίποτε λιγότερο από την ειρήνη και την αλήθεια της ιστορίας μας. Και αυτό επιθυμούμε να διδάξουμε και στα παιδιά μας, την αγάπη προς την ειρήνη η οποία καθόλου δεν κινδυνεύει από την αλήθεια της ιστορίας, αντίθετα γιγαντώνεται από αυτήν.
Κυρίες και κύριοι,
Θέλω να μου επιτρέψετε στην τελευταία στροφή του λόγου να απευθυνθώ στα νέα παιδιά, τους μαθητές και τις μαθήτριες του Χολαργού, που σήμερα μας τιμούν την πανεπίσημη αυτή στιγμή και ομορφαίνουν με την παρουσία τους τον ιερό χώρο. Παιδιά μου, ο θρυλικός γέρος του Μωρηά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  έλεγε στους μαθητές ενός Γυμνασίου στην Πνύκα μετά από την εθνική μας απελευθέρωση: "Πρέπει να κρατήσετε την πίστη σας. Διότι εμείς όταν πήραμε τα όπλα, είπαμε πρώτα Υπέρ Πίστεως και έπειτα Υπέρ Πατρίδος". Σας ευχόμαστε, και αγωνιζόμαστε γι’ αυτό, εσείς να μη χρειαστεί ποτέ στη ζωή σας να πάρετε τα όπλα. Αλλά και σας παρακαλούμε, μην ξεχάσετε ποτέ εκείνους, τους αγίους και τους ήρωες, το ήθος και την ευγένεια της ψυχής των, τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν, μη λησμονήσετε ποτέ την ιστορία μας και μην επιτρέψετε σε κανένα να παραχαράξει την ιστορία μας. Στη μεγάλη ευρωπαϊκή μας οικογένεια στην οποία θα ζήσετε μην αρνηθείτε ποτέ την πνευματική μας ιδιοπροσωπία, την πολιτιστική και εθνική μας ταυτότητα, την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, την πίστη των πατέρων μας που είναι και δική μας πίστη. Αυτή η πίστη μας κράτησε, μας έκανε να μεγαλουργήσουμε, μας γιγάντωσε τις κρίσιμες ώρες, αυτή η πίστη θα μας οδηγήσει σε νέους ορίζοντες προόδου και μεγαλωσύνης.
Εύχομαι σε όλους, με την ευκαιρία της σημερινής μεγάλης ημέρας και χαρμόσυνης εορτής η χάρις της Παναγίας μας της Ευαγγελιστρίας είθε να είναι μαζί με όλο το Έθνος μας, είθε να φωτίζει και να γαληνεύει τις ψυχές μας, να κατευθύνει τις σκέψεις μας, να ευλογεί τη ζωή μας.
Χρόνια πολλά και ευλογημένα σε όλους.

Ομιλία του Αρχιμ. π. Συμεών Βενετσιάνου κατά την επίσημη Δοξολογία της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού, 25 Μαρτίου2007

© Copyright 2023 Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού Back To Top

«Πού είναι η ελευθερία που τη χάσαμε στον φιλελευθερισμό; Πού είναι ο γνήσιος φιλελευθερισμός που τον χάσαμε στην ιδιοτέλεια; Πού είναι η αγάπη που την έχουμε χάσει στον ερωτισμό; Και πού είναι ο γνήσιος έρωτας που τον έχουμε χάσει στο σεξ; Και, για να μιλήσω και για εμάς τους θρησκευόμενους: πού είναι η πίστη που την έχουμε χάσει σε μια τυπική θρησκευτικότητα; Και πού είναι η γνήσια θρησκευτικότητα που την έχουμε χάσει σε μια τυπολατρία;

»Μιλάμε για την ελευθερία του ανθρώπου και ουσιαστικά λατρεύουμε την ελευθερία των αγορών. Ανώνυμες ομάδες έχουν κάνει την οικονομία μια λογιστική αξία, την οποία τη χειρίζονται και από ελεύθερα πρόσωπα έχουμε καταντήσει να είμαστε υποψήφιοι υπόδουλοι σε συμφέροντα που δεν τα ξέρουμε. Όλα αυτά είναι μια κρίση ηθική. Μια κρίση αξιών.

»Όταν οι διαιρέσεις, οι αμφιβολίες, οι φόβοι ξεπερνάνε τις όποιες βεβαιότητες, την πίστη, ακόμα και την αγωνιστικότητα, δε μένει παρά η αγάπη και αρχίζουμε να μιλάμε για τον ήλιο, ίσως γιατί ο ήλιος μέσα μας αρχίζει να θαμπώνει... Γόνιμη αμφιβολία; Αναζήτηση; Δεν ξέρω, νομίζω όμως ότι όλοι ψάχνουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, το ανέσπερο φως. Με τους πιστούς χριστιανούς είμαστε στον κοινό αγώνα κατά του άκρατου υλισμού και του πλουτισμού ως σκοπού ζωής.»

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος (+25/1/2025)