Το πρώτο αγώνισμα που έχει να κάνει κάθε είδους σχέση, σχέση που θέλει την επιτυχία, είναι να ασκηθεί κυρίως και πρωτίστως στην επικοινωνία. Επικοινωνία, ας πούμε προκαταβολικά, είναι η τέχνη να μιλάμε ο ένας στον άλλον, να λέμε εκείνο που νοιώθουμε και εννοούμε, να το λέμε καθαρά, να ακούμε αυτό που λέει ο άλλος, και να είμαστε σίγουροι ότι τον ακούσαμε σωστά. Είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η πιο θεμελιώδης ικανότητα για τη δημιουργία και τη διατήρηση της αγάπης. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η επικοινωνία; Θα λέγαμε ότι υπάρχουν αρκετοί τρόποι. Ένας είναι η αναγνώριση και η τιμή που δείχνουμε στον άλλον, παρουσία τρίτων. Αυτό είναι πολύ βασικό, να μπορέσουμε να του δείξουμε αναγνώριση για τα καλά του στοιχεία, μπροστά σε άλλους ανθρώπους.
Άλλο στοιχείο της επικοινωνίας είναι ο διάλογος, ιδιαιτέρα για τα δύσκολα θέματα και τα δύσκολα συναισθήματα. Οι πιο πολλοί ανακαλύπτουμε αδιάκοπα, ότι είμαστε απασχολημένοι σε μονολόγους. Και ειδικότερα σε μονολόγους, μεταμφιεσμένους σε διάλογο, όπου το κάθε άτομο μιλά, μέσα στην αδιαφορία του άλλου. (Ας θυμηθούμε κάποιους διαλόγους των γονιών με τα παιδιά τους, οι διάλογοι δεν περιέχουν απαγόρευση, εντολή και συμβουλή;) Όμως για την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία χρειάζονται δύο, που αυτό συνήθως σημαίνει, ότι μιλάει ο ένας και ο άλλος ακούει, με σεβασμό στη προσωπικότητα του καθενός, και με σκοπό την αμοιβαία κατανόηση. Αλλά και οι ακροατές είναι σπάνιοι όσο και οι ευαίσθητοι ομιλητές.
Όμως οι άνθρωποι προσπαθούν για την επικοινωνία και κάνουν το δικό τους διάλογο με το δικό τους τρόπο. Και έτσι έχουμε λοιπόν, με το διάλογο τη συνάντηση δυο μοναδικών κόσμων, που είναι κατά βάση διαφορετικοί. Και όταν πούμε στον άλλο «άλλαξε εκείνο» ή "αυτό δεν μου αρέσει", ή "εδώ είσαι λάθος", ή "αυτό δεν το ανέχομαι", ο άλλος θα προσπαθήσει να αλλάξει εμάς. Πώς; Με τον ίδιο τρόπο . Με επίθεση. Όταν όμως του σώσουμε τον εγωισμό του, «ότι έχει αυτό και αυτό το καλό…», από εκεί και μετά θα γίνει μία συζήτηση, γύρω από το τι δεν πάει καλά, τι δεν καταφέρνουμε, τι μπορούμε να κάνουμε.
Αν κανείς δει τα πράγματα λίγο διαφορετικά αναπτύσσεται μία πιο βαθιά σχέση, και κατανοούμε καλύτερα τον εαυτό μας, και βιώνουμε μία άλλη άποψη για τη ζωή.
Όμως ενώ προσπαθούμε για την πολυπόθητη επικοινωνία υψώνονται εμπόδια. Και κυρίως από δύο παράγοντες: α) από τη δυσκολία που έχουμε εμείς οι ίδιοι να επικοινωνούμε με κάθε άνθρωπο και β) από την άλλη δυσκολία που επίσης έχουμε, την δυσκολία να κάνουμε διάλογο και όχι μονόλογο.
Όσον αφορά το πρώτο, το κυριότερο είναι το πόσο δυσκολευόμαστε να εκτιμήσουμε τα καλά του άλλου. Εδώ παλεύουμε μεταξύ του πόσο ψηλά είμαστε εμείς, και του πόσο χαμηλά είναι ο φίλος μας ή ο σύντροφός μας ή και ο κάθε συνάνθρωπός μας. Δηλαδή, δεν λέμε μία καλή κουβέντα για τον άλλον, αλλά επισημαίνουμε μόνο τα αρνητικά του σημεία, μόνο τα λάθη του. Δεν σκεφτόμαστε και Θετικά, αλλά μόνο αρνητικά. Όσον αφορά στον διάλογο πρέπει να ξέρουμε ότι ο διάλογος είναι πολύ απαραίτητος ακόμα και στις δύσκολες στιγμές. Συνήθως περιμένουμε να πεθάνουν οι άνθρωποι γύρω μας, και τότε να μιλήσουμε για την αξία που είχαν στη ζωή μας, και να εκφράσουμε ή και να νοιώσουμε (.) την αγάπη που είχαμε για αυτούς. Διάλογος λοιπόν και στις δύσκολες στιγμές…. Δεν είναι όμως εύκολο να ακολουθήσουμε αυτή τη συμβουλή, γιατί πολλές φορές συμβαίνει το εξής: βλέπουμε μόνο την μία πλευρά του φεγγαριού· βλέποντας δηλαδή, ένα καλό στοιχείο, λέμε ότι ο σύντροφος στην ολότητά του είναι καλός, ή αντίθετα βλέποντας κάτι που δεν μας αρέσει λέμε, ότι γενικά ο σύντροφος δεν μας αρέσει. Είναι λοιπόν άδικο, γιατί όλοι μας έχουμε και τις δυο πλευρές, μόνο η μία πλευρά μετατρέπεται μέσα μας σε καταστροφή και σε απελπισία. Πώς είναι δυνατόν ο κάποιος/α να μην έχει και κάτι άσχημο; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να τα έχει όλα καλά. Κανένας άγιος δεν είναι ζωντανός. Και βέβαια όταν εντοπίσουμε στον άλλον το αδύνατο σημείο, εκείνος δεν θα θελήσει να το αλλάξει, αλλά να το κρύψει και αυτόματα να βρει και σε εμάς τα δικά μας αδύνατα σημεία. Άρα η λύση είναι μία. Να σκεφτούμε ότι το φεγγάρι γυρίζει, ότι έχει και άλλες πλευρές, να σταθούμε στις καλές του πλευρές για να μπορέσουμε να δούμε τι θα κάνουμε με τις άλλες, δηλαδή να φτάσουμε στην ψυχική επαφή.
Όταν λέγω και όταν πιστεύω ότι αγαπώ το άνθρωπο που σχετίζομαι σημαίνει ότι αγαπώ τον άνθρωπό μου όπως είναι, και όχι όπως θα ήθελα να είναι, και ακόμα σημαίνει ότι του το δείχνω με τα λόγια, με την καρδιά μου, με την παρουσία μου.
Με άλλα λόγια δεν μας λείπει ο χρόνος τόσο, όσο μας λείπει η διάθεση να καθίσουμε μαζί του, να παίξουμε, να διαβάσουμε, να γελάσουμε, να αστειευτούμε, να συζητήσουμε για οτιδήποτε, να αφιερώσουμε χρόνο, να κάνουμε ψυχική επαφή δηλαδή.
Η ψυχική επαφή δεν είναι καμιά ιδιαίτερη τέχνη η επιστήμη. ψυχική επαφή μπορεί να γίνει π.χ. αν πάμε μαζί να ψωνίσουμε στο σούπερ –μάρκετ και συζητάμε χαλαρά ,και αυτό απλά για να νοιώσει ότι μετράει για μας. Για να γίνει όμως αυτό δηλαδή το ότι αγαπώ τον άνθρωπό μου και να το δείχνω με λόγια και με τη καρδιά μου, όπως αντιλαμβάνεστε, θα πρέπει να υπάρχει το προηγούμενο. Δηλαδή όταν πράγματι αγαπώ το άνθρωπό μου όπως είναι, τότε θα του το δείξω με λόγια και με τη φυσική μου παρουσία.
Ένας στοχαστής είχε πει κάποτε ότι όταν ο άνθρωπος είπε για πρώτη φορά «σε μισώ» ο πολιτισμός έκανε ένα μεγάλο βήμα. Και εννοεί ότι όταν ο άνθρωπος αντί να χτυπήσει τον άλλον, του είπε με λόγια ότι τον μισεί και δεν τον χτύπησε, αυτό ήταν πρόοδος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό βήμα, το να μάθουμε στη ζωή μας, να εκφράζουμε με λόγια αυτό που νοιώθουμε. Και στη συνέχεια να μάθουμε ότι ο διάλογος είναι αυτό που θα λύσει τις διαφορές μας, αυτός που θα μας βοηθήσει να έρθουμε πιο κοντά στον άλλον, να μπούμε στην θέση του, να ζητήσουμε συγνώμη, οπότε η βία είναι περιττή. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους τελικά η ψυχική επαφή μειώνει και τη βία. Πρώτα απ’ όλα το να έρθει ο ένας κοντά στο άλλον και να επικοινωνήσουν και να ανοιχτούν οι δύο ψυχές, η μία με την άλλη, είναι μια διαδικασία αγάπης. Είναι μια κίνηση προς τον άλλον, με σκοπό να τον καταλάβω, να μπω στη θέση του, να του προσφέρω τον χρόνο μου τον εαυτό μου, και κυρίως την αγάπη μου.
"Το να αγαπήσει ένας άνθρωπος, έναν άλλο
είναι ίσως το δυσκολότερο έργο, η πιο μεγάλη δοκιμασία,
η δουλειά για την οποία, όλες οι άλλες δουλειές,
δεν είναι παρά προετοιμασία».
Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Καλογερόπουλος