Προκειμένου οι γονείς να καταπιαστούν με το θέμα της αγωγής των παιδιών τους, αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα: Πού θα στηριχθή το έργο της αγωγής; Στην αυθεντία του γονιού ή στην ελευθερία του παιδιού; Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η βασιλική οδός είναι η οδός της ελευθερίας. Και όμως: αργά ή γρήγορα διαπιστώνουν (και μακάρι να το διαπιστώσουν εγκαίρως), ότι η ελευθερία, χωρίς και κάποιους αναγκαίους περιορισμούς, δημιουργεί ένα παιδί - «τύραννο» και αργότερα έναν έφηβο - «τύραννο». Οπότε, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχθούν ότι απέτυχαν στο έργο της αγωγής.
Το δίλημμα: αυθεντία του γονιού, του δασκάλου ή ελευθερία του παιδιού, δεν είναι νέο. Ο διάσημος Γερμανός παιδαγωγός, Φαίρστερ, στον πρόλογο του βιβλίου του «Αυθεντία και ελευθερία» («Autorite et Liberte»), γράφει: «Ποτέ στον πολιτισμένο κόσμο δεν είχε επικρατήσει τέτοια μεγάλη σύγχυση, μεταξύ αυθεντίας και ελευθερίας. Τα πνεύματα είναι χωρισμένα σε δύο στρατόπεδα και είναι έτοιμα να έρθουν στα χέρια...Οι οπαδοί της ελευθερίας, σχεδόν απορρίπτουν την αρχή της αυθεντίας και οι οπαδοί της αυθεντίας, έχουν μια τάση, να παραγνωρίζουν τον ρόλο της ελευθερίας.....Δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντία χωρίς ελευθερία, ούτε πάλι, δημιουργική ελευθερία, χωρίς αυθεντία». Το ίδιο αυθεντική ακούγεται και η φωνή της μεγάλης παιδαγωγού, Μαρίας Μοντεσσόρι, την ίδια περίπου εποχή: (αρχές του περασμένου αιώνα) «Πειθαρχία και ελευθερία είναι δύο όψεις του αυτού νομίσματος».
Στις αρχές του 20ου αι.. όμως, να που, όπως γνωρίζουμε, οι πολιτικές ελευθερίες φιμώνονται, στην Ευρώπη.«αυταρχικά» σχολεία. Σαν αντίδραση, γεννιέται το απόλυτα «ελεύθερο» σχολείο του O'Neill στην Βρετανία και του Φρενέ στή Γαλλία. Από κει και πέρα, αρχίζει ο κατήφορος. Ακολουθεί μια τρομερή εκλαΐκευση των επιστημών, της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής. Οι γονείς χάνουν τον προσανατολισμό τους. Τους καταλαμβάνει άγχος, μήπως δημιουργήσουν συμπλέγματα κατωτερότητας στα παιδιά τους. Από την άλλη πλευρά, τα κηρύγματα του αρνητικού φεμινισμού, της αθεΐας και της ασυδοσίας που επικρατούν, επιτείνουν τη σύγχυση. Έτσι, φθάσαμε, σήμερα στο σημείο, να ανατρέφουμε τα παιδιά μας σαν «μικρούς βασιλιάδες», με τη βέβαιη προοπτική ότι τα περισσότερα απ' αυτά, δυστυχώς, θα γίνουν «μικροί - τύραννοι».
Πώς εκδηλώνονται τα παιδιά «βασιλιάδες» - «τύραννοι»
Πολλές φορές, μας λένε οι γονείς στον Παιδικό Σταθμό, στο Νηπιαγωγείο, στο Σχολείο: «Δεν ξέρουμε, πώς να του φερθούμε. Κάνει πάντα αυτό που θέλει. Δεν μπορούμε πια». Και τρομερά ανήσυχοι, διερωτούνται πώς έφθασαν σε αυτό το σημείο, ώστε ακόμη και ένα μικρό παιδί να μην τους υπολογίζει. Συχνα, αναζητούν τα αίτια στην κοινωνία, στην τηλεόραση, σε ψυχολογικούς λόγους. Ότι, ίσως, το παιδί έχει αναγκη από περισσότερη αγάπη, ότι του λείπουν οι γονείς του, που συχνα εργάζονται έξω από το σπίτι, πολλές ώρες, ιδίως δε η μητέρα... Όλα αυτά είναι πιθανα. Αλλά το περίεργο είναι ότι αυτά τα φαινόμενα παρατηρούνται και όταν η μητέρα δεν εργάζεται. Τι, λοιπόν, συμβαίνει; Σημειωτέον ότι όλα αυτά τα συναντούμε από το μικρό παιδί ως τον έφηβο.
Ας αρχίσουμε από τον Παιδικό Σταθμό. Ο μικρός Πέτρος, για να έρθει στον Παιδικό Σταθμό πρέπει, κάθε μέρα, να του αγοράσουν ένα μικρό παιχνίδι και για το δεκατιανό του, ένα κουλούρι. Δεν θα καθήσει το μεσημέρι να φάει το φαγητό του, γιατί κάθε μεσημέρι τρώει σουβλάκι. Και βέβαια, δεν θα δουλέψει. Θα προκαλέσει, όμως, με την στάση του παιδαγωγούς και παιδιά. Οι γονείς είναι μεταναστες και η μητέρα χάνει, συχνα, το μεροκάματό της, για να τον πείσει να έρθει στο σχολείο, ενώ αυτός κάνει αυτό που θέλει. Και δυστυχώς δεν είναι μόνο ο Πέτρος. Κάθε χρόνο, όλο και πληθαίνουν οι «μικροί βασιλιάδες», που εξελίσσονται σε «τυράννους». Κάποια μητέρα με φόβο μας ρωτάει, πώς να αντιμετωπίσει την μικρή «πριγκίπισσα» μοναχοκόρη της, πανέξυπνη κατά την μητέρα της, που κάνει, όμως, πάντα αυτό που θέλει. Και είναι, μόλις τεσσάρων χρόνων. Πέταξε το φάρμακό της από το μπαλκόνι, για να μη το φέρει η μαμά στο σχολείο και της το δώσει η δασκάλα. Κάθε πρωί, θέλει, οπωσδήποτε, να δει το φαγητό που της βάζουν στο καλαθάκι της και αν δεν της αρέσει, πρέπει να το αντικαταστήσουν, αλλιώς δεν έρχεται στο σχολείο. Το βράδυ δεν πηγαίνει να κοιμηθεί στην ώρα της. Κυλιέται στο πάτωμα και κάνει φασαρίες. Στον Παιδικό Σταθμό, τον πρώτο καιρό, ήταν ευγενικό και υπάκουο παιδί. Μετακόμισε, όμως, η οικογένεια στον Πειραιά και την πήραν τον πρώτο μήνα και έτσι, δεν μπόρεσε να εκδηλωθεί. Γιατί το παιδί, που ζει στο σπίτι την «παντοδυναμία» του, δεν αργεί να την διεκδικήσει και στο σχολείο.
Να συνεχίσουμε, ενδεικτικά: Τα παιδιά για τα οποία μιλάμε, είναι τα παιδιά που τρώνε ό,τι θέλουν, όσο θέλουν, όποτε θέλουν, με παραμύθια και υποσχέσεις για να φάνε. Είναι τα παιδιά, που κοιμούνται αναμεσα στο ανδρόγυνο, ενώ έχουν περάσει τον 5ο και συχνα τον 6ο χρόνο, ακόμα και αν, στο μεταξύ, αναμένουν αδελφάκι. Είναι τα παιδιά, που τους κουβαλάει την τσάντα η μαμά, η γιαγια ή ο παππούς, γιατί δεν πρέπει να κουράζονται. Είναι τα παιδιά, που πάντα φταίνε οι άλλοι, ποτέ αυτά. Που αιωνίως, γκρινιάζουν. Που συνεχώς, απαιτούν. Που τα συναντάμε σε όλες τις οικογένειες. Μπορεί να είναι μοναχοπαίδια ή παιδιά πολύτεκνων οικογενειών, πλούσιων ή βιοπαλαιστών. Είναι παιδιά, που δεν γνώρισαν ποτέ το «όχι», την απαγόρευση, την τιμωρία. Είναι οι έφηβοι, που δεν δίνουν την θέση τους στους ηλικιωμένους επιβάτες του λεωφορείου, γιατί είναι κουρασμένοι.
Ο σεβασμός για τον άλλον, ο σύνδεσμος με τον άλλον, είναι άγνωστα σε αυτά τα παιδιά. Ο εγωκεντρισμός κυριαρχεί, έστω και αν αυτό κοστίζει στην οικογενειακή ειρήνη, έστω και αν δημιουργεί πόνο στην οικογένεια. Πώς, όμως, έφθασαν εδώ; Το «παιδί - βασιλιάς», πριν γίνει «τύραννος», έμαθε να παραβιάζει τις απαγορεύσεις και να εξουδετερώνει τη γονεϊκή αυθεντία. Έχει μια συμπεριφορά καταπιεστική, που εκδηλώνεται με κλαψουρίσματα, όταν είναι μικρός, με γκρίνια, με πείσματα, με ξαφνικούς και αναίτιους θυμούς, όταν είναι μεγάλος. Στόχος του, να πετύχει αυτό που θέλει. Και χρησιμοποιεί κάθε μέσο. Κατά κανόνα, αυτή η συμπεριφορά είναι μια μορφή άρνησης. Αποφεύγει κάποια δουλειά (βοήθεια στο σπίτι, τακτοποίηση του δωματίου του, μελέτη κ.λ.π.) και τα παζαρεύει με κάποια τιμή (βίντεο, τηλεόραση, χαρτζιλίκι). Απαιτεί να του δώσουν κάτι, την ώρα που το θέλει. Δεν ξέρει να περιμένει. Είναι συνήθως θυμωμένος, μουτρωμένος, λυπημένος. Δεν δείχνει να ικανοποιείται με τίποτα. Είναι πικρόχολος, ζηλιάρης. Γενικά δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Όταν θέλει να πετύχει κάτι, έχει τη στρατηγική του. Χρησιμοποιεί κάθε είδους πονηριά. «Με αγαπάς;», είναι ο συνηθισμένος του πρόλογος. Όταν είναι «καλός», πρέπει να αναρωτηθούμε: «Γιατί»; σίγουρα κάτι θα ζητήσει.... Το χειρότερο είναι ότι χρησιμοποιεί, ολο και περισσότερο, τον συναισθηματικό εκβιασμό. Λέει π.χ. στον πατέρα του: «Δεν ξέρεις να δώσεις χαρά. Το μόνο που ξέρεις είναι να τιμωρείς. Ενώ ο μπαμπάς του Γιαννη είναι πάντα ευγενικός. Τον πηγαίνουν όπου θέλει. Του αγοράζουν ό,τι θέλει». Με αυτό τον τρόπο, προσπαθεί να ενοχοποιήσει τους γονείς του. Στην παρατήρηση της μητέρας του, κατ' ιδίαν, «στεναχώρησες, πάλι, τον πατέρα σου», ο μικρός των δέκα χρόνων, απαντά με απάθεια: «Δεν πειράζει, καλό θα του κάνει, σε λίγο θα τα ξεχάσει όλα και θα με αφήσει να κάνω αυτό που θέλω».
Τα περισσότερα απ' αυτά τα παιδιά είναι και κακοί μαθητές. Δεν εργάζονται, ούτε στο Λύκειο. Δεν επικοινωνούν με τους γονείς τους, παρά για να τους ζητήσουν λεφτά. Και μάλιστα, σάν να είναι υποχρεωμένοι να τους τα δώσουν. Οι απαιτήσεις τους είναι τρομερές. Τα θέλουν όλα. Εξόδους, σκούτερ, ακριβό ντύσιμο. Ακόμη και αν, ο πατέρας ή η χήρα μάνα έχει μια σκέτη σύνταξη. Από τη ζωή τους λείπουν, σε τελευταία αναλυση, τα ιδανικά, τα όνειρα για το μέλλον, για την οικογένειά τους. Μόνο, ο εαυτός τους.